Τον Ιούνιο του 2019 ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε, λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές, ότι «δεν χάνω ούτε ένα στο εκατομμύριο» εννοώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σήμερα, έξι και πλέον χρόνια μετά, με την κυβέρνηση να έχει μπει στον τρίτο χρόνο διακυβέρνησης, στην αντιπολίτευση αναζητούν ακόμη το πρόσωπο που θα βρεθεί απέναντί του και θα πείσει ότι διαθέτει μια εναλλακτική πρόταση.
Όμως το πρόβλημα της αντιπολίτευσης δεν είναι μόνο ο κατακερματισμός της –όπως γράφεται– ούτε η αδυναμία να βρεθεί το πρόσωπο που θα ηγηθεί μιας δήθεν ενωμένης Κεντροαριστεράς. Το πρόβλημα είναι η απουσία προγράμματος και εμπιστοσύνης. Διότι θα πρέπει να πειστούν οι πολίτες ότι όποιος διεκδικεί την πρωθυπουργία δύναται να αντιμετωπίσει κρίσεις που τα τελευταία χρόνια και αλλεπάλληλες είναι και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το γεγονός πως οι πολίτες εμπιστεύονται τον σημερινό πρωθυπουργό και τον θεωρούν καταλληλότερο για τη διακυβέρνηση της χώρας –ακόμη και μεταξύ ψηφοφόρων άλλων κομμάτων– είναι το σημείο αιχμής. Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι διαθέτει και ένα τεκμηριωμένο πρόγραμμα και ένα σχέδιο για το πού πρέπει να πάει η χώρα με ορίζοντα το 2030.
Αυτό είναι και το σημείο που προσπαθεί να χτυπήσει η αντιπολίτευση. Εκεί αποσκοπούν ο λαϊκισμός και η τοξικότητα. Εκεί αποσκοπούν τα fake news, που πλέον υιοθετούνται και από κόμματα, και δεν βρίσκονται μόνο στα social media. Είναι τέτοιος ο καταιγισμός και τόση η προπαγάνδα, που δεν μπορούν να την καταναλώσουν και αυτοί που την παράγουν.
Η διαμόρφωση μιας ατζέντας σκανδαλολογίας μέσα από fake news και θεωρίες συνωμοσίας αποτελεί λύση ως προς την απουσία προγράμματος και θετικού λόγου. Παράλληλα, συνεργεί στην προσπάθεια αποδόμησης του πρωθυπουργού. Ακόμη και το σκεπτικό «να φύγει ο Μητσοτάκης και βλέπουμε», όπως περιγράφεται από κομματικά στελέχη της αντιπολίτευσης και μέσα ενημέρωσης, δείχνει τη λογική που έχει επικρατήσει. Η απελπισία δεν οδηγεί στο σημείο να γίνεται λόγος ακόμη και για εν κινήσει –από ποιον/ποιους άραγε– αντικατάστασή του.
Η εργαλειοποίηση μιας μεγάλης τραγωδίας όπως αυτή των Τεμπών και του πόνου των συγγενών των θυμάτων σε συνδυασμό με τα συναισθήματα που προκαλούνται στους πολίτες εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο. Τα περί συγκάλυψης και η απόδοση ευθυνών στον πρωθυπουργό είναι σαφή. Όπως και στην περίπτωση της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ. Οι αναφορές στο κυβερνητικό έργο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως... άλλοθι σε μια τακτική που είναι συγκεκριμένη και σε συγκεκριμένο πλαίσιο ξετυλίγεται.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης διαμαρτύρονται διότι δεν συζητούνται τα προγράμματά τους, αλλά είναι τα ίδια που διαρκώς επαναφέρουν τη διχαστική ρητορική και τη λογική τού «ή αυτοί ή εμείς» στο προσκήνιο. Το αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενωθούν ή όχι και το αν και ποιος θα τεθεί επικεφαλής απασχολεί τους οπαδούς τους και όχι την κοινωνία, τουλάχιστον όχι όσο δεν υπάρχουν προτάσεις συγκεκριμένες αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της χώρας.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»