Η 8η Σεπτεμβρίου για την Ευρώπη μπορεί να μείνει στην ιστορία ως η αφορμή για μια ολοκληρωτική κρίση της δημοκρατίας. Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Φρανσουά Μπαϊρού, θα εμφανιστεί ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να στοιχηματίσει ότι θα τη λάβει. Τρία πιθανά σενάρια θα προκύψουν τότε. Να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση, τόσο αδύναμη όσο η παρούσα. Αλλά ποιος θα δεχόταν να έχει την τύχη του Μπαϊρού;
Ο Μακρόν θα μπορούσε να αποφασίσει να παραιτηθεί, επισπεύδοντας έτσι τις προεδρικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για το 2027. Αλλά αυτό θα ήταν απόδειξη ήττας. Μια θλιβερή έξοδος εντελώς διαφορετική από αυτήν που είχε ο στρατηγός Ντε Γκολ το 1969. Τέλος, το Κοινοβούλιο θα μπορούσε να διαλυθεί. Αλλά είναι εξαιρετικά απίθανο οι νέες εκλογές να οδηγήσουν σε ασφαλή πλειοψηφία.
Ολα αυτά με φόντο μια ανησυχητική πρωτοβουλία που ανέλαβε ένα κίνημα του οποίου το όνομα ενσαρκώνει την ατζέντα του: «Μπλοκάρετε τα πάντα». Η υποψία για το μακρύ χέρι ξένων δυνάμεων αιωρείται από πάνω του. Η Γαλλία, εν ολίγοις, έχει γίνει η ασθενής της Ευρώπης. Την κυριεύει μια φευγαλέα κοινωνική οργή, η οποία εκδηλώνεται ακόμη και σε πιθανώς εορταστικές περιστάσεις (όπως τότε που η Παρί Σεν Ζερμέν κέρδισε το Τσάμπιονς Λιγκ).
Το κράτος πρόνοιας δεν είναι πλέον βιώσιμο και το δημόσιο χρέος της είναι εκτός ελέγχου. Επιπλέον, οι θεσμοί της έχουν γίνει επιταχυντής της κρίσης. Η Πέμπτη Δημοκρατία χρειάζεται δυνάμεις της Δεξιάς και της Αριστεράς που κλίνουν προς το κέντρο και, ως εκ τούτου, χρησιμεύουν ως φορείς για την ενσωμάτωση των πιο ακραίων κομμάτων.
Η ισορροπία δυνάμεων, ωστόσο, έχει αντιστραφεί. Και πολλοί –έχουν από καιρό πειστεί– μπορούν να βασιστούν σε μια μεταρρύθμιση που θα αποκαθιστούσε τη χαμένη αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Αλλά φαίνονται ανίκανοι να συμφωνήσουν σε μια συγκεκριμένη πρόταση. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η κρίση συμβαίνει ενώ ο άλλος άξονας στο κέντρο της Ευρώπης, η Γερμανία, δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση: ούτε οικονομικά ούτε πολιτικά. Η κρίση της ύφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τελειώσει. Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κυριαρχούνται από κόμματα που κινδυνεύουν από αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, πίσω από τα οποία κρύβονται ισχυρά συμφέροντα τρίτων χωρών που επιδιώκουν τη διάλυση της ΕΕ.
Στην Ελλάδα, συγκριτικά με τη Γαλλία και τη Γερμανία, παρά τις προσπάθειες υπονόμευσης της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπάρχει κυβερνητική και δημοσιονομική σταθερότητα. Προφανώς σ’ αυτό έχει βοηθήσει και η επώδυνη εμπειρία της δεκαετούς κρίσης και της τετραετούς διακυβέρνησης από τη λαϊκίστικη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ.
Σε κάθε περίπτωση, το ωστικό κύμα από τη Γαλλία θα έχει επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει σε ποιο βαθμό αυτές θα επηρεάσουν και τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα. Αλλά αυτό θα εξαρτηθεί και από την προσήλωση της κυβέρνησης στην υλοποίηση των μέτρων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, όπως και στις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν μέχρι τις εκλογές προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα συσπειρώσουν ευρύτερες δυνάμεις στον χώρο της κεντροδεξιάς παράταξης.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που συμβαίνει στη Γαλλία δεν αφορά μόνο την ίδια. Είναι σήμα κινδύνου για όλη την Ευρώπη, και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο, η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στην κυβέρνηση, αλλά σε όλους τους Ελληνες που δεν πρέπει να επιτρέψουν την επιστροφή στο παρελθόν.