Δεν ήταν γραφτό για τον Φρανσουά Μπαϊρού ν’ αλλάξει την τύχη των Γάλλων πρωθυπουργών, οι οποίοι τα δύο τελευταία χρόνια μοιάζουν να παίζουν το γνωστό παιδικό παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες. Υστερα από τη χθεσινή μάχη στη γαλλική Εθνοσυνέλευση και την αδυναμία του να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης για τον ίδιο και την κυβέρνησή του, ο Μπαϊρού έγινε ο τέταρτος κατά σειράν πρωθυπουργός που υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το πόστο του μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια.

Η αιτία γι’ αυτό δεν είναι άλλη από την πρωτόγνωρη οικονομική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Κρίση που επεκτείνεται και στην κοινωνία αλλά και στους θεσμούς, και συνιστά ένα εκρηκτικό μείγμα για τον πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, ενώ και ο ίδιος έχει αρχίσει να μετρά αντίστροφα πια για την ολοκλήρωση της θητείας του και τις προεδρικές εκλογές του 2027 και οι φωνές για παραίτησή του πριν από αυτό το ορόσημο έχουν αρχίσει και αυξάνονται.

Σε κάθε περίπτωση, έως τότε, ο πολιτικός χρόνος θα είναι εξαιρετικά μακρύς και οι εξελίξεις πυκνές, με την κρίση χρέους εν μέσω της οποίας βρίσκεται η Γαλλία να απειλεί όχι μόνο την ίδια τη χώρα, αλλά και τα θεμέλια ολόκληρης της Ευρωζώνης.


Εως την τελευταία στιγμή πάντως ο Μπαϊρού προσπάθησε να πείσει τους βουλευτές ότι είναι εθνικό χρέος η ψήφιση του προϋπολογισμού του 2026, ο οποίος προβλέπει ένα σκληρό πακέτο περικοπών που θυμίζουν… μνημόνιο. Η Γαλλία άλλωστε βρίσκεται ούτως ή άλλως σε διαδικασία επιτήρησης μετά την αποτυχία της να συμμορφωθεί με τους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας της ΕΕ και το ζητούμενο είναι πώς η κατάσταση δεν θα γίνει χειρότερη εάν το πακέτο περικοπών ύψους 44 δισ. ευρώ που παρουσίασε ο Μπαϊρού δεν υιοθετηθεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα ξεφύγει από τα επίπεδα του 5,8% που εκτιμάται.

Εκτός των διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων που έχουν προγραμματιστεί από τα συνδικάτα για τις επόμενες ημέρες και της συνεπακόλουθης κοινωνικής αναταραχής, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει πλέον ο πρόεδρος Μακρόν είναι και πολιτικό. Διότι έχει όλο και λιγότερες επιλογές μπροστά του προκειμένου να σχηματιστεί μια βιώσιμη κυβέρνηση που θα μπορέσει να διαχειριστεί την κρίση, την ώρα μάλιστα που η κοινωνική δυσαρέσκεια εντείνεται και στη γωνία παραμονεύει ο Εθνικός Συναγερμός και η Ακροδεξιά με τη Μαρίν Λεπέν και τους συνεργάτες της. Από την άλλη πλευρά όμως, το μέτωπο που έχει δημιουργηθεί κατά του Μακρόν και της κυβέρνησης Μπαϊρού είναι αν μη τι άλλο ετερόκλητο, καθώς δίπλα στην Ακροδεξιά βρίσκεται και η Ακροαριστερά του Ζαν Λικ Μελανσόν που θεωρεί την κατάρρευση της κυβέρνησης ως «νίκη της λαϊκής κινητοποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη».

Η πρωτοβουλία παράλληλα του Μπαϊρού να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης και όχι να υποστεί τη βάσανο της πρότασης δυσπιστίας αποδεικνύει τις περιορισμένες έως μηδαμινές επιλογές του, αφού δεν κατάφερε ν’ αποσπάσει τη συναίνεση, έστω, των Σοσιαλιστών, στους οποίους υπολόγιζε έως την τελευταία στιγμή.

Ενώ το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι ποιος θα διαδεχθεί τον Μπαϊρού και ποιος θα είναι ο εκλεκτός του Μακρόν, ο οποίος όμως κινδυνεύει και αυτός –εφόσον «καθήκον» του είναι να περάσει τον σκληρό προϋπολογισμό λιτότητας του 2026– να έχει την ίδια τύχη με τους προκατόχους του και να αποδειχθεί κάτι σαν πρόβατο επί σφαγή.

Μια κάποια λύση θα μπορούσε να είναι ο διάδοχος του Μπαϊρού να προχωρήσει σε μια διαπραγμάτευση κι έναν συμβιβασμό με την αντιπολίτευση αναφορικά με το τι θα προβλέπει ο προϋπολογισμός – να μειωθούν δηλαδή οι περικοπές, όπως ήδη έχουν προτείνει οι Σοσιαλιστές. Κάτι τέτοιο βέβαια φαντάζει παράτολμο, καθώς ο κίνδυνος του ελλείμματος και η «βόμβα» του χρέους καραδοκούν και κινδυνεύουν να τινάξουν στον αέρα τη γαλλική οικονομία.

Η ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση ολοκληρώθηκε με 364 βουλευτές να καταψηφίζουν τον Μπαϊρού και μόνον 194 να τον υπερψηφίζουν.