Ο νέος και γκλάμουρ Εμανουέλ Μακρόν εξελέγη Πρόεδρος της Γαλλίας το 2017. Εμφανίστηκε ως ο «μεταρρυθμιστής» που θα εκσυγχρόνιζε τη χώρα και θα ενίσχυε τον ρόλο της Ευρώπης στον κόσμο. Οκτώ χρόνια αργότερα, η εικόνα αυτή έχει καταρρεύσει. Η Γαλλία είναι πιο χρεωμένη, πιο διχασμένη και πιο αδύναμη στη διεθνή σκηνή.
Στο οικονομικό μέτωπο, η κατάσταση είναι χαοτική. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά περίπου ένα τρισεκατομμύριο ευρώ από το 2017, φτάνοντας τα 3,3 τρισεκατομμύρια, πάνω από το 114% του ΑΕΠ. Το ετήσιο έλλειμμα ξεπέρασε το 5,8%, ενώ η χώρα πληρώνει ήδη περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο μόνο σε τόκους. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι το ποσό θα ξεπεράσει τα 100 δισεκατομμύρια μέχρι το 2029. Ο φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής αφήνει πίσω του μια οικονομία εγκλωβισμένη στη λιτότητα, με συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και περιορισμένες επενδύσεις.
Η κοινωνία βιώνει αντίστοιχο αδιέξοδο. Αν και η ανεργία μειώθηκε, η φτώχεια εκτοξεύτηκε. Περίπου δέκα εκατομμύρια Γάλλοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ η ακρίβεια αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τη μεσαία τάξη. Οι κοινωνικές εκρήξεις έγιναν μόνιμο στοιχείο της καθημερινότητας. Από τα Κίτρινα Γιλέκα το 2018-2019 μέχρι τις τεράστιες απεργίες του 2023 για το συνταξιοδοτικό, η Γαλλία ζει διαρκώς σε καθεστώς έντασης. Και όλα δείχνουν πως το φθινόπωρο θα είναι εξίσου εκρηκτικό, με μια κοινωνία που εξακολουθεί να βράζει.
Η πολιτική αστάθεια είναι ίσως η πιο ηχηρή αποτυχία της δεύτερης θητείας Μακρόν. Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές του 2024 οδήγησαν σε αδιέξοδο. Τρία εχθρικά πολιτικά μπλοκ (Κεντρώοι, Ριζοσπάστες και Πατριώτες) παραλύουν το Κοινοβούλιο. Η χώρα άλλαξε τέσσερις πρωθυπουργούς σε λιγότερο από δύο χρόνια. Ο Μισέλ Μπαρνιέ έμεινε στην ιστορία για τη θητεία αστραπή των 91 ημερών. Οι παραιτήσεις υπουργών διαδέχονται η μία την άλλη, ενώ κανείς δεν θέλει να χρεωθεί την κυβερνητική αποτυχία. Οι δημοσκοπήσεις είναι αμείλικτες. Έξι στους δέκα Γάλλους ζητούν την παραίτηση του Προέδρου, ενώ η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα κατρακυλά στο χαμηλότερο επίπεδο από τη δεκαετία του 1950.
Η εξωτερική πολιτική αποδείχθηκε εξίσου χαοτική. Στον πόλεμο της Ουκρανίας, ο Μακρόν επιχείρησε να παίξει διπλό ρόλο, αυστηρός αντίπαλος του Πούτιν αλλά και συνομιλητής που αναζητά διάλογο. Η Γαλλία ξόδεψε περίπου 15 δισεκατομμύρια από την αρχή του πολέμου για να στηρίξει την Ουκρανία. Κι όμως, η εικόνα που έμεινε είναι μιας χώρας χωρίς στρατηγική, που δαπανά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μακρόν δεν έγινε ποτέ ο ηγέτης της Ευρώπης, όπως ο ίδιος επιδίωκε.
Στο Παλαιστινιακό, η ασυνέπεια ήταν εξίσου εμφανής. Το 2023, η κυβέρνησή του δήλωνε ανοιχτά τη στήριξη στο Ισραήλ. Έναν χρόνο αργότερα, μοίρασε 100 εκατομμύρια ευρώ σε ανθρωπιστική βοήθεια για τη Γάζα και 30 εκατομμύρια στην UNRWA, έναν οργανισμό που κατηγορείται για σχέσεις με τη Χαμάς. Το 2025, ανακοίνωσε ότι θα αναγνωρίσει επίσημα το παλαιστινιακό κράτος, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Μια πολιτική που μοιάζει περισσότερο με παιχνίδι εντυπώσεων και εξυπηρέτηση συμφερόντων, με φόντο το Κατάρ και τις επενδύσεις του (σε ομίλους όπως η Paris Saint-Germain), παρά με στρατηγική δύναμης.
Ακόμη και στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η εικόνα είναι απογοητευτική. Απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, ο Μακρόν έδειξε αμηχανία. Προσπάθησε να τον γοητεύσει με συμβολικές χειρονομίες, αγκαλιές και φιλοφρονήσεις. O Τραμπ αγνόησε όμως τη Γαλλία, η οποία εμφανίστηκε διεθνώς όχι ως δύναμη με κύρος, αλλά ως δορυφόρος που δεν μπορεί να επιβάλει σεβασμό ούτε στον στενότερο σύμμαχό της.
Η δεύτερη κυρίως θητεία του Μακρόν δεν ήταν εποχή μεταρρύθμισης, ήταν εποχή ναυαγίου. Η χώρα βρέθηκε με εκρηκτικό χρέος, βαθύτερες κοινωνικές ανισότητες, πρωτοφανή πολιτική αστάθεια και μια εξωτερική πολιτική γεμάτη αντιφάσεις.
Δυστυχώς, η Γαλλία του 2025 έχασε το πρεστίζ της. Βέβαια, δεν φταίει μόνο ο Μακρόν. Από την εποχή του Μιτεράν, η χώρα δυσκολεύεται να εξελιχθεί και να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες μεταριθμήσεις.