Σαν σήμερα, 4 Αυγούστου 1865, με βασιλικό διάταγμα, η Ελλάδα απέκτησε επίσημα τη φωνή της. Όχι απλώς έναν εθνικό ύμνο, αλλά μια κραυγή ψυχής. Τα λόγια του Διονυσίου Σολωμού και η μελωδία του Νικόλαου Μάντζαρου έγιναν το στήριγμα ενός λαού που δεν είχε ακόμη κλείσει τις πληγές της Επανάστασης και πάλευε να σταθεί όρθιος. Από εκείνη τη μέρα, ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν δεν είναι απλώς τραγούδι. Είναι ανάσα.
Ο Σολωμός δεν έγραψε απλώς ένα ποίημα. Έγραψε το πορτρέτο της ίδιας της Ελλάδας. Το 1823, στο επαναστατημένο Μεσολόγγι, παρακολουθεί τον κόσμο να πεινά, να ματώνει και να συνεχίζει. Εκεί, πάνω στον πόνο, στη θυσία, γεννιέται το ποίημα.
Γράφει:
«Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.»
Δεν είναι ύμνος σε ένα έθνος. Είναι ύμνος σε ένα πρόσωπο: την Ελευθερία. Εκείνη τη γυναίκα που βγήκε, λέει, μέσα από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά. Όχι από δόξες και λάβαρα, αλλά από αίμα και γόους. Η Ελλάδα δεν υμνεί τον εαυτό της. Υμνεί το τίμημα που πληρώνει κάθε φορά που επιλέγει να είναι ελεύθερη.
Ο Νικόλαος Μάντζαρος, Επτανήσιος κι αυτός, συνθέτης ευρωπαϊκής παιδείας, διαβάζει το ποίημα και συγκλονίζεται. Στην Κέρκυρα, το 1828, το ντύνει με μουσική. Όχι μία φορά. Το μελοποιεί και ξανά, και ξανά, δοκιμάζει, χτίζει, σβήνει, μέχρι που το ποίημα γίνεται μουσική εξίσου δυνατή με τις λέξεις. Και τότε, δεν είναι πια μόνο ποίημα. Είναι ύμνος. Ζωντανός.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να αναγνωριστεί επίσημα. Το 1864, η Ελλάδα μεγαλώνει. Τα Επτάνησα ενώνονται με το βασίλειο. Κι ένας χρόνος μετά, το 1865, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ υπογράφει το διάταγμα: οι δύο πρώτες στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν γίνονται ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδος.
Από τότε, ο Ύμνος δεν τραγουδιέται. Ψιθυρίζεται στον φόβο. Βροντοφωνάζεται στον κίνδυνο. Ψάλλεται στα γήπεδα, στα σχολεία, στις παρελάσεις. Σκέπασε εκτελέσεις, ξεριζωμούς, εξορίες. Και ύψωσε σημαίες πάνω σε κορφές χωρίς ήλιο. Είναι μνήμη, είναι όρκος, είναι συγκίνηση.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούστηκε και πέρα από την Ελλάδα. Στην Κύπρο, στην Ομογένεια, στη Βόρειο Ήπειρο, όπου η λέξη πατρίδα δεν ήταν απλώς τόπος αλλά απώλεια. Σήμερα ο «Ύμνος της Ελλάδας» είναι ένας από τους μακρύτερους στον κόσμο, 158 στροφές έχει το ποίημα. Μα η καρδιά του χτυπά στις πρώτες δύο. Εκεί όπου η Ελλάδα συστήνεται στον κόσμο με την πιο απλή, αλλά και πιο ακριβή δήλωση:
«Σε γνωρίζω από την κόψη.»
Γιατί όποιος γνώρισε την Ελευθερία, ξέρει πως δεν χαρίζεται. Κερδίζεται.
Κι ο Ύμνος μας, σαν σήμερα, έγινε υπόσχεση ότι δεν θα τη χάσουμε ποτέ ξανά.
