Σαν σήμερα, το 1909, ο Κωστής Παλαμάς ολοκληρώνει τη «Φλογέρα του Βασιλιά». Ένα έπος 4.142 δεκαπεντασύλλαβων στίχων, γραμμένο όχι για να διαβαστεί με τα μάτια, αλλά για να τραγουδηθεί με την ψυχή.

Μέσα από τον ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού και τη βαθιά γνώση της ελληνικής Ιστορίας, ο Παλαμάς έπλασε ένα ποίημα που δε μοιάζει με τίποτα. «Η Φλογέρα του Βασιλιά» είναι ένας ύμνος στην Ελλάδα που βασανίζεται, παλεύει, λυγίζει και ξανασηκώνεται. Είναι ένα έργο πατριωτικό, χωρίς να είναι εθνικιστικό. Λυρικό, χωρίς να είναι ρομαντικό. Σοφό, χωρίς να γίνεται βαρύγδουπο.

Ο ποιητής που τόλμησε να βάλει την ελληνική γλώσσα - αυτήν τη διχασμένη ανάμεσα στην καθαρεύουσα και τη δημοτική - στο κέντρο της τέχνης του, ήταν ήδη αναγνωρισμένος όταν έγραφε τη «Φλογέρα». Μα αυτό το ποίημα τον ανέβασε ένα σκαλί πιο πάνω. Τον έκανε ποιητή του Έθνους όχι με διατάγματα, αλλά με λέξεις.

Ποιος ήταν όμως ο Παλαμάς;

Γεννημένος το 1859 στην Πάτρα, έζησε την Ελλάδα που έβγαινε από τα ερείπια της Επανάστασης, κουβαλούσε τα τραύματα της ήττας του '97 και ακόμα αναζητούσε τον εαυτό της. Ο Παλαμάς δεν έγραψε για δόξες και στεφάνια· έγραψε για τις πληγές, τις μάχες, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις. Για τη γλώσσα μας, την ταυτότητά μας, το αίσθημα του ανήκειν σε έναν τόπο που πάντα παλεύει.

Ήταν ο άνθρωπος που ένιωσε την ποίηση ως ευθύνη. Δεν ήταν μόνο δημιουργός· ήταν ο μεγάλος θεμελιωτής της εθνικής ψυχής στον λόγο. Έγραψε τον Ύμνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, μίλησε για τον Ελληνισμό όταν αυτός κινδύνευε να ξεχάσει τον εαυτό του, κι όταν πέθανε το 1943 - μέσα στην Κατοχή - η κηδεία του έγινε η πρώτη μεγάλη αντιστασιακή εκδήλωση στην Αθήνα.

«Η μεγαλοσύνη στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα,
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα»,
είχε γράψει ο ίδιος
.


Κι αυτό, οι χιλιάδες Αθηναίοι που τον συνόδευσαν στην τελευταία του πομπή, το ήξεραν καλά. Γιατί ο Παλαμάς δεν ήταν απλώς ένας ποιητής. Ήταν ο τελευταίος των μεγάλων ραψωδών, όχι με λύρα, αλλά με πένα. Όχι για τους βασιλιάδες, αλλά για το λαό.