Ήταν 5 Αυγούστου του 2020 όταν η Ελλάδα αποχαιρετούσε έναν από τους τελευταίους αυθεντικούς ρεμπέτες της: τον Αγάθωνα Ιακωβίδη. Έφυγε στα 65 του, όπως ήσυχα είχε ζήσει - χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς φτιασίδια, χωρίς την παραμικρή αλλοίωση στο βλέμμα του ανθρώπου που είχε γεννηθεί με έναν μπαγλαμά στο αίμα και ένα «μαγκάλι αναμμένο» στην ψυχή.

Από τον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης βγήκε, αυτοδίδακτος σε όλα - βιολί, μπουζούκι, μπαγλαμά, κιθάρα, τζουρά. Κανείς δεν του τα 'μαθε· ούτε το πώς να τραγουδάει με εκείνο το παράξενα τρυφερό τρεμόπαιγμα, ούτε το πώς να στήνει συγκροτήματα, ούτε το πώς να χαμογελάει στο κοινό σαν να το ξέρει χρόνια. Τα είχε όλα ενστικτωδώς μέσα του. Γι’ αυτό και δεν υποκρίθηκε ποτέ. Ήταν ρεμπέτης στο βλέμμα, στο ήθος, στο λόγο.

Το 1973 ιδρύει το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης. Εκεί κάπου ξεκινούν και τα ωραία - τα κέντρα που τον ζητούν, οι παρέες που τον πίνουν, τα πάλκα που τον υπολογίζουν. Δεν έγινε ποτέ «της μόδας», αλλά έγινε «της καρδιάς». Με την ίδια ευκολία έπαιζε σε κουτούκι της επαρχίας και σε σκηνή του εξωτερικού. Στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη, στη Βουδαπέστη, οι ξένοι ένιωθαν κάτι από Ελλάδα όταν τον άκουγαν και δεν ήξεραν ακριβώς γιατί.

Και μετά, το 2013. Εκείνη η αδιανόητη στιγμή που ο Αγάθωνας, με φουστανέλα ψυχής, σκάει μύτη στη σκηνή της Eurovision με τους Koza Mostra και το «Alcohol Is Free». Δεν άλλαξε τίποτα. Με το ίδιο λευκό του κοστούμι και εκείνο το γνωστό, ελαφρώς ειρωνικό, ελαφρώς μερακλίδικο ύφος, τους έκανε όλους να αναρωτηθούν: Ποιος είναι αυτός ο παππούς με τα γυαλιά που κλέβει την παράσταση από μια γενιά μικρότερους;

Ήταν ο Αγάθωνας. Αυτός που πίστευε πως «η μουσική δεν είναι καριέρα, είναι τρόπος να υπάρξεις». Αυτός που δεν πρόδωσε ποτέ το ρεμπέτικο, ούτε καν στις εποχές που όλοι το είχαν για φτωχοσυμφορά. Αυτός που όταν τραγουδούσε ένα Ζαμπέτα ή έναν Τσιτσάνη, σου άνοιγε μια πόρτα να μπεις σ’ έναν κόσμο που νόμιζες χαμένο – κι όμως ήταν εκεί, ζωντανός, με ουζοποτισμένες λύπες και λεβέντικα δάκρυα.

Έφυγε απότομα. Όπως φεύγουν οι ωραίοι άνθρωποι: την ώρα που δεν το περιμένεις, την ώρα που έχουν ακόμα πράγματα να δώσουν. Μα άφησε πίσω του κάτι πιο σπάνιο κι από δισκογραφία. Άφησε την αίσθηση ότι όσο ζούσε, κρατούσε τη ρεμπέτικη ψυχή ζωντανή. Όχι απλώς ως μουσική, αλλά ως στάση απέναντι στον κόσμο. Χωρίς φανφάρες, χωρίς κουστούμια ψεύτικα, χωρίς δεύτερες σκέψεις.

Σαν σήμερα, λοιπόν, ο Αγάθωνας πέρασε στη μεριά των ρεμπέτηδων του ουρανού. Εκεί όπου παίζουνε τώρα όλοι μαζί - ο Βαμβακάρης, ο Άκης Πάνου, ο Τσιτσάνης. Κι αν σκύψεις λίγο το κεφάλι ένα βράδυ που φυσάει και μοσχοβολάει βασιλικός, μπορεί να τον ακούσεις, με μια κιθάρα, να ψιθυρίζει:

«Διπλός καημός να σ’ αγαπώ
και να μ’ αφήνεις μόνο,
να καίγομαι απ’ το ντέρτι σου
κι ο δύστυχος να λιώνω...»


Καλή αντάμωση, Αγάθωνα.