Έφυγε ήσυχα, μια μέρα καλοκαιριού, σαν σήμερα το 2004. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, το αγόρι με το μελαγχολικό βλέμμα και την εσωτερική φωτιά, που πέρασε από το σανίδι, τον κινηματογράφο και τις καρδιές των ανθρώπων, άφησε πίσω του μια Ελλάδα λίγο πιο μόνη. Ήταν μόλις 69 ετών, κι όμως είχε ζήσει μια ολόκληρη ζωή σε σκηνές, σε πλατό, σε έρωτες και σε σιωπές.
Γεννήθηκε το 1934 στον Πειραιά, σε μια χώρα που μάθαινε ακόμα να μιλά τη γλώσσα του θεάτρου. Και την έμαθε μαζί του. Απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου, ανήκε σε εκείνη τη γενιά των ηθοποιών που δεν περίμεναν το χειροκρότημα - το κέρδιζαν. Ζεν πρεμιέ με εσωτερικότητα, με βλέμμα που δεν χρειαζόταν πολλά λόγια. Ούτε κραυγές, ούτε ευκολίες. Μόνο παρουσία.
Το ευρύ κοινό τον γνώρισε και τον αγάπησε μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο. Εκείνος όμως δεν ήταν ποτέ μόνο αυτό. Πίσω από τις επιτυχίες των εισπράξεων, υπήρχε πάντα ένας ηθοποιός ρεπερτορίου. Έπαιξε Σαίξπηρ, Ίψεν, Τσέχοφ - κι όχι επιφανειακά. Τον ένοιαζε το βάθος, η ποιότητα, η αλήθεια του ρόλου.
Ο έρωτας με την Αλίκη...από σκηνή σε σκηνή και από φιλί σε ψίθυρο
Και βέβαια, ήταν και η Αλίκη. Η δική του Αλίκη. Την γνώρισε στη Δραματική Σχολή. Και από την πρώτη στιγμή ήταν σαν να υπήρχε ήδη σενάριο: αγάπη, γάμος, ταινίες, δόξα, παιδί, χωρισμός, παρεξήγηση, και τελικά εκείνη η σιωπή που κρατάει περισσότερο από κάθε διάλογο.
Ήταν μαζί δώδεκα χρόνια. Παντρεύτηκαν το 1965, όταν ήταν και οι δύο στην κορυφή. Μαζί έκαναν 15 ταινίες, πολλές από τις οποίες είναι ακόμα και σήμερα ταυτισμένες με την έννοια του «ελληνικού σινεμά»: Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο, Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης, Η Δασκάλα με τα Ξανθά Μαλλιά, Μοντέρνα Σταχτοπούτα, Το πιο Λαμπρό Αστέρι.
Στις ταινίες ήταν ζευγάρι λαμπερό. Στη ζωή, ήταν και οι δύο πολύπλοκοι. Δεν έμοιαζαν τελικά όσο νόμιζαν. Κι όταν ήρθε το τέλος, εκεί γύρω στο ’74, ήταν θορυβώδες. Ένας χωρισμός που άφησε πληγές, δημόσιες και ιδιωτικές.
Και τα χρόνια πέρασαν. Εκείνη προχώρησε. Εκείνος αποσύρθηκε για λίγο, ξαναβγήκε, ξαναμίλησε. Δεν έπαψε ποτέ να την αγαπάει, όπως δεν έπαψε να πονάει. «Δεν με συγχώρεσε ποτέ που την άφησα», έλεγε. Μα κι ο ίδιος δεν συγχώρησε ποτέ το τέλος αυτής της ιστορίας.
Ο ηθοποιός – όχι μόνο είδωλο, αλλά και εργάτης
Μπορεί οι περισσότεροι να τον θυμούνται από τον κινηματογράφο, αλλά ο Παπαμιχαήλ ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα θεατρικός ηθοποιός. Ήταν για χρόνια πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου, με ρόλους που απαιτούσαν πειθαρχία, τεχνική, και βάθος: Άμλετ, Ρωμαίος, Αίας, Καλιγούλας - ρόλοι που δεν χαρίζονται. Δεν αρκεί να είσαι ωραίος. Πρέπει να αντέχεις.
Και αν κάτι τον χαρακτήριζε, ήταν αυτή η αίσθηση αξιοπρέπειας. Δεν καταδέχτηκε εύκολες διαδρομές. Ακόμα κι όταν η φήμη του εκτινάχθηκε, δεν έγινε ποτέ «σταρ» με την έννοια της εποχής. Δεν θα τον έβλεπες στα κοσμικά. Δεν θα τον άκουγες να φωνάζει. Ούτε πολιτεύτηκε, ούτε αυτοπροβλήθηκε. Ήταν πάντα κάπως μόνος. Ήρεμος, σοβαρός, πεισματάρης.
Τα λάθη, οι σιωπές, το τέλος
Όπως όλοι οι μεγάλοι, είχε και λάθη. Έκανε επιλογές που ίσως πλήγωσαν. Άφησε ανθρώπους, απομακρύνθηκε, πικράθηκε. Είχε αυστηρότητα και με τον εαυτό του και με τους άλλους. Δεν ήταν πάντα εύκολος άνθρωπος. Ήταν όμως αληθινός. Δεν χάιδευε αυτιά. Και όταν η Αλίκη έφυγε το 1996, δεν πήγε στην κηδεία της. Πολλοί τον έκριναν. Εκείνος αργότερα το μετάνιωσε. Ίσως γιατί καταλάβαινε πως κάποια πράγματα, αν δεν τα πεις στην ώρα τους, δεν λέγονται ποτέ.
Έζησε τα τελευταία χρόνια πιο μοναχικά, με τον γιο του, Γιάννη, από τον γάμο με την Αλίκη. Έδινε λιγότερες συνεντεύξεις, μιλούσε πιο στωικά, σαν να ήξερε πως είχε πει όσα είχε να πει.
Και σαν σήμερα, 8 Αυγούστου 2004, έσβησε ήσυχα, χτυπημένος από λοίμωξη του αναπνευστικού, στην ηλικία των 69.
Η παρακαταθήκη
Δεν χρειάστηκε ποτέ να φωνάξει πως είναι σημαντικός. Αρκούσε να σταθεί μπροστά στην κάμερα. Ή στη σκηνή. Να κοιτάξει ήσυχα το κοινό. Να πει μια ατάκα χωρίς στόμφο. Ή να κάνει ένα διάλειμμα μέσα στη σιωπή.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ δεν ήταν απλώς ένας «πρωταγωνιστής» του ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν το βλέμμα του. Η φωνή του. Ήταν το «μαζί» με την Αλίκη, το «μόνος» όταν εκείνη έφυγε, το «πάντα» στις καρδιές όσων τον μεγάλωσαν στα σαλόνια τους μέσα από τη μικρή οθόνη.
Και σαν σήμερα, του αξίζει μια υπόκλιση. Όχι μόνο επειδή υπήρξε μεγάλος. Αλλά επειδή έμεινε αληθινός.