Σαν σήμερα, 18 Αυγούστου 2017, έσβηνε απότομα ένα από τα πιο εκτυφλωτικά φώτα του ελληνικού κινηματογράφου και του θεάτρου: η Ζωή Λάσκαρη. Στα 72 της χρόνια, άφησε την τελευταία της πνοή στο εξοχικό της στο Πόρτο Ράφτη, ήσυχα και αθόρυβα - σχεδόν σαν να μην ταίριαζε η έξοδός της με τη θυελλώδη ζωή που είχε χαράξει. Η είδηση έσκασε σαν κεραυνός. Ο κόσμος της τέχνης πάγωσε· οι παλιοί συνάδελφοι μιλούσαν για «το κορίτσι που έφερε την καταιγίδα στις οθόνες», ενώ οι νεότεροι ένιωθαν πως έφυγε ένα σύμβολο που είχε ξεπεράσει τα όρια της εποχής του.
Γιατί η Ζωή Λάσκαρη δεν ήταν απλώς μία όμορφη γυναίκα του σινεμά. Ήταν ένα σύμβολο θάρρους, θηλυκότητας και δυναμισμού σε μια Ελλάδα που ακόμα αναζητούσε τα πατήματά της. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στα φώτα της δημοσιότητας, με τον τίτλο της «Σταρ Ελλάς 1959», έδειξε ότι είχε κάτι διαφορετικό: μια ορμή που δεν χωρούσε σε καλούπια. Όταν ο Γιάννης Δαλιανίδης την έριξε στην ταινία «Κατήφορος» το 1961, το κοινό έμεινε άναυδο. Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, με τις αυστηρές κοινωνικές νόρμες, έβλεπε για πρώτη φορά στο πανί μια ηρωίδα που δεν δίσταζε να αψηφήσει τα «πρέπει». Η Λάσκαρη δεν ήταν κορίτσι για το παρασκήνιο· ήταν πρωταγωνίστρια από γεννησιμιού της.
Με τις ταινίες της Φίνος Φιλμ έγινε γρήγορα η απόλυτη ντίβα. «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Κορίτσια για φίλημα», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Μια κυρία στα μπουζούκια» - τίτλοι που δεν είναι απλώς ταινίες, αλλά κεφάλαια της ελληνικής ποπ κουλτούρας. Εκεί, πλάι σε σπουδαίους συντρόφους της οθόνης, από τον Κωνσταντάρα μέχρι τον Παπαμιχαήλ, έστησε την περσόνα της δυναμικής, μοιραίας γυναίκας. Μιας γυναίκας που δεν περίμενε να σωθεί από κανέναν, που είχε λόγο και θράσος, που το βλέμμα της γέμιζε την οθόνη όσο λίγων. Κι όμως, η ίδια η Ζωή έμενε πάντα ένα αίνιγμα: το κορίτσι που μεγάλωσε χωρίς πατέρα - χαμένο στην Κατοχή - και με μια μάνα που την κράτησε με πείσμα, έφτιαχνε μεθοδικά το δικό της μύθο.
Δεν είναι τυχαίο ότι το όνομά της έγινε συνώνυμο με την ίδια τη ζωή. «Ζωή»: και σαν όνομα, και σαν ουσία. Οι φωτογραφίες της κοσμούσαν περιοδικά, οι εμφανίσεις της έκοβαν την ανάσα, οι ιστορίες γύρω από τις σχέσεις της έπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Έζησε έναν θυελλώδη γάμο με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο, με τον οποίο τελικά έμεινε ως το τέλος της ζωής της. Μαζί απέκτησαν δύο κόρες, τη Μάρθα και τη Μαρία-Ελένη, ενώ η ίδια απέκτησε και εγγόνια που λάτρευε. Στο σπίτι της, μακριά από τα φώτα, η Ζωή ήταν απλά «η μαμά» ή «η γιαγιά». Στη σκηνή όμως, ήταν κάτι άλλο: ένα είδωλο.
Ακόμα και μετά την παρακμή της μεγάλης κινηματογραφικής βιομηχανίας, δεν έσβησε. Αντίθετα, βρήκε νέα πνοή στο θέατρο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Λάσκαρη ανέβηκε στη σκηνή με το ίδιο πάθος που είχε μπροστά στην κάμερα. Στο «Περοκέ» και σε άλλες σκηνές, συνεργάστηκε με κορυφαίους σκηνοθέτες και απέδειξε πως δεν ήταν απλώς ένα «πρόσωπο», αλλά μια ολοκληρωμένη ηθοποιός. Ο ρόλος της στο «Εγώ η Λουίζα» και σε άλλες θεατρικές παραγωγές έδειξε το εύρος της: μπορούσε να είναι κωμική, δραματική, συγκινητική, αλλά πάντα αληθινή.
Η προσωπικότητά της, σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, είχε κάτι το διεθνές. Δεν ήταν μόνο η ομορφιά της, αλλά και η αυτοπεποίθηση που εξέπεμπε. Έμπαινε σε ένα χώρο και τον γέμιζε. Δεν χρειάζονταν πολλές κουβέντες· ένα βλέμμα της αρκούσε για να μείνει στη μνήμη. «Η Ζωή δεν έπαιζε, ήταν η Ζωή», έλεγαν οι σκηνοθέτες. Και ίσως εκεί βρίσκεται η μαγεία της: ότι η ζωή και η τέχνη της μπλέχτηκαν σε τέτοιο βαθμό, που έγιναν αδιαχώριστες.
Την ημέρα που έφυγε, η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Από τα ελληνικά ΜΜΕ ως τα ξένα πρακτορεία, όλοι μιλούσαν για το τέλος μιας εποχής. Γιατί η Ζωή Λάσκαρη ανήκε σε εκείνη τη γενιά που σφράγισε την ελληνική ψυχή. Η γενιά που έδωσε στον λαό όνειρα μέσα από το πανί, που τον έκανε να τραγουδάει με τα μιούζικαλ, να γελάει με τις κωμωδίες, να συγκινείται με τα δράματα. Στα μάτια του κόσμου, δεν ήταν μόνο μια όμορφη ηθοποιός. Ήταν η εικόνα μιας Ελλάδας που ήθελε να πάει μπροστά, που αναζητούσε λάμψη και χρώμα μετά από πολέμους, φτώχια και σκοτεινές δεκαετίες.
Κι όμως, πίσω από τα φώτα, η Ζωή έδινε μάχες. Δεν μάσησε ποτέ τα λόγια της, δεν φοβήθηκε να μιλήσει για τα δύσκολα, δεν έκρυψε τις πληγές της. Στα τελευταία χρόνια της, συχνά μιλούσε για την αγάπη της οικογένειάς της, για το πόσο σημαντικό ήταν το θέατρο ως καταφύγιο, για το πώς ήθελε να την θυμούνται: «σαν μια γυναίκα που δεν φοβήθηκε να ζήσει».
Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε απλώς την ημερομηνία του θανάτου της. Θυμόμαστε μια εποχή, μια Ελλάδα που έμαθε να γελά και να χορεύει μέσα από τις ταινίες της. Θυμόμαστε το κορίτσι με το σπινθηροβόλο βλέμμα που έγινε σύμβολο θάρρους και λάμψης. Θυμόμαστε τη Ζωή, με όλη τη σημασία της λέξης.
Γιατί μπορεί το σώμα της να έσβησε εκείνο το καλοκαίρι του 2017, αλλά ο μύθος της δεν έσβησε ποτέ. Όσο θα ακούγονται τα τραγούδια του Χατζιδάκι στις «Θαλασσιές τις χάντρες», όσο οι νέες γενιές θα ξαναβλέπουν τις ταινίες της Φίνος Φιλμ, όσο το θέατρο θα ψάχνει πρόσωπα με αλήθεια και πάθος, η Ζωή Λάσκαρη θα παραμένει εδώ: παντοτινή, μοιραία και αλησμόνητη.
