Σαν σήμερα, 21 Αυγούστου 1971, σφραγίστηκε με μια πόρτα που δεν έπρεπε ποτέ να ανοίξει. Στα υπόγεια του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, εκεί όπου μια αίθουσα είχε μετατραπεί σε αυτοσχέδια φυλακή, έληξε εσπευσμένα το περιβόητο «Πείραμα Φυλακής» - μια μελέτη που δεν κράτησε ούτε δυο εβδομάδες, αλλά άφησε πίσω της ερωτήματα που ακόμα στοιχειώνουν την ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την ηθική.

Η αρχική ιδέα φάνταζε απλή, σχεδόν αθώα. Ο ψυχολόγος Φίλιπ Ζιμπάρντο θέλησε να ερευνήσει τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι αναλαμβάνουν ρόλους εξουσίας ή υποταγής. Φοιτητές, εθελοντές, επιλεγμένοι προσεκτικά ώστε να είναι «ψυχολογικά υγιείς», χωρίστηκαν τυχαία: οι μισοί έγιναν «δεσμοφύλακες», οι άλλοι «κρατούμενοι». Η αποστολή τους ήταν να ζήσουν για δύο εβδομάδες σε ένα περιβάλλον που θα αναπαριστούσε συνθήκες φυλακής.

Αλλά η πραγματικότητα δεν μιμήθηκε απλώς το πείραμα. Το ξεπέρασε, το διέλυσε, και το μετέτρεψε σε εφιάλτη.

Από παιχνίδι σε εφιάλτη

Η πρώτη μέρα έμοιαζε με παιχνίδι ρόλων. Οι «δεσμοφύλακες» φόρεσαν στολές, γυαλιά-καθρέφτες που έκρυβαν τα μάτια τους, και πήραν γκλομπ από καουτσούκ. Οι «κρατούμενοι» έντυσαν τα σώματά τους με μακριά λευκά ρούχα, χωρίς εσώρουχα, με έναν αριθμό αντί για όνομα. Δεν ήταν πια φοιτητές. ήταν φυλακισμένοι.

Κανείς δεν χρειάστηκε να τους πει πώς να φερθούν. Οι ρόλοι μίλησαν από μόνοι τους. Οι «δεσμοφύλακες» άρχισαν να υψώνουν τη φωνή, να βάζουν καψόνια, να τιμωρούν για το παραμικρό. Οι «κρατούμενοι» υπέμεναν, διαμαρτύρονταν, αλλά σταδιακά άρχισαν να σκύβουν το κεφάλι. Ο χρόνος, που αρχικά κυλούσε σαν παιχνίδι, μετατράπηκε σε βάρος. Η ψυχολογική μεταμόρφωση ήταν σχεδόν άμεση.

Μέσα σε λίγες ώρες, οι «δεσμοφύλακες» δεν έπαιζαν. Ζούσαν τον ρόλο τους. Έβρισκαν απόλαυση στην ταπείνωση. Ανάγκαζαν τους κρατούμενους να κάνουν κάμψεις, να στέκονται ορθοί με τις ώρες, να κοιμούνται στο πάτωμα. Και οι «κρατούμενοι» δεν ήταν πια φοιτητές. Ήταν αριθμοί που περίμεναν εντολές.

Η κατάρρευση της ανθρώπινης αντοχής

Μέχρι την έκτη μέρα, η κατάσταση είχε ξεφύγει. Ένας φοιτητής ξέσπασε σε κρίσεις πανικού. Άλλος έχανε τον έλεγχο, φώναζε ότι δεν άντεχε άλλο. Τα κελιά μύριζαν κλεισούρα και φόβο. Ο Ζιμπάρντο, που παρακολουθούσε όχι ως ερευνητής αλλά ως «διευθυντής φυλακής», είχε κι εκείνος παρασυρθεί στον ρόλο. Το πείραμα συνέχιζε, παρότι ήταν εμφανές πως δεν υπήρχε πια τίποτα ακαδημαϊκό.

Το πιο τρομακτικό δεν ήταν η βία, ήταν η φυσική της. Πώς μπορεί ένας 20χρονος, που λίγες μέρες πριν έπαιζε μπάσκετ στο campus, να μεταμορφωθεί σε σαδιστή μόνο και μόνο επειδή φοράει μια στολή; Πώς μπορεί ένας άλλος, το ίδιο παιδί-φοιτητής, να νιώθει πραγματικός φυλακισμένος, να κλαίει, να μην αποκλείεται από ένα παιχνίδι;

Η φωνή που σταμάτησε το πείραμα

Σαν σήμερα, 21 Αυγούστου 1971, η φοιτήτρια Κριστίνα Μασλάχ, που αργότερα έγινε σύζυγος του Ζιμπάρντο, επισκέφθηκε τον χώρο της «φυλακής». Αντίκρισε την εικόνα των εξευτελισμένων νέων και φώναξε: «Δεν βλέπεις τι κάνεις; Δεν βλέπεις ότι αυτό δεν είναι πια πείραμα αλλά κακοποίηση;».

Η κραυγή της ξύπνησε τον Ζιμπάρντο. Μέσα σε λίγες ώρες, το πείραμα έλαβε τέλος. Δεν είχε κρατήσει ούτε τις 14 ημέρες που είχαν προγραμματιστεί, μόλις έξι.

Οι σκιές που έμειναν

Το Στάνφορντ Πρίσον Έξπεριμεντ έγινε θρύλος και εφιάλτης μαζί. Κάποιοι το αμφισβήτησαν ως μεθοδολογικά προβληματικό, άλλοι το κατηγόρησαν ότι έστησε καταστάσεις. Αλλά ό,τι κι αν ειπώθηκε, το παραμένει: για μία εβδομάδα, σε ένα υπόγειο πανεπιστημίου, νέοι άνθρωποι έγιναν οι ίδιοι τέρατα και θύματα, μόνο και μόνο επειδή φόρεσαν μια στολή και μπήκαν σε έναν ρόλο.

Από τότε, το πείραμα του Στάνφορντ αναφέρεται ξανά και ξανά: σε συζητήσεις για τη βία, για την υπακοή στην εξουσία, για την απανθρωπιά που μπορεί να ξυπνήσει μέσα μας. Θυμίζει το πείραμα του Μίλγκραμ για την υπακοή σε εντολές, θυμίζει τις μαρτυρίες από στρατόπεδα συγκέντρωσης, θυμίζει πως το λεπτό πέπλο του πολιτισμού μπορεί να σχιστεί με μια απλή εντολή: «Εσύ θα είσαι ο δεσμοφύλακας».

Η κληρονομιά της σκοτεινής πλευράς

Το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα δεν ήταν επιστημονικό, ήταν ανθρώπινο. Δεν χρειάζεται τέρας για να γεννηθεί η βαρβαρότητα. Άρκει ένα περιβάλλον που το επιτρέπει. Αρκει μια στολή, ένας τίτλος, μια εντολή. Ο «καλός φοιτητής» μπορεί να γίνει σαδιστής. Ο «χαμογελαστός νεαρός» μπορεί να καταρρεύσει σαν έγκλειστος.

Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε μόνο το τέλος ενός πειράματος. Θυμόμαστε το εύθραυστο της ανθρώπινης ψυχής. Θυμόμαστε πως η εξουσία, όταν μένει ανεξέλεγκτη, δεν αργεί να γεννήσει βία. Και θυμόμαστε πως, κάπου εκεί, χρειάζεται πάντα μια φωνή - σαν της Μασλάχ - να σταματήσει το κατρακύλισμα πριν είναι αργά.

Γιατί το Στάνφορντ μας άφησε ένα σκληρό μάθημα: μερικές φορές, η πιο τρομακτική φυλακή δεν έχει κάγκελα. Βρίσκεται μέσα μας.