Ήταν μια μέρα σαν σήμερα, 2 Αυγούστου του 1913, όταν τρεις άντρες –ένας Έλληνας και δύο Ελβετοί– κοίταξαν τον Όλυμπο στα μάτια και του είπαν: «Θα ’ρθουμε». Και πήγαν. Και ανέβηκαν. Και πάτησαν εκεί όπου, μέχρι τότε, μόνο ο Δίας και η παρέα του είχαν το δικαίωμα να στέκονται με αέρα υπεροχής: στον Μύτικα, την ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, στα 2.917 μέτρα.
Ο Έλληνας λεγόταν Χρήστος Κάκαλος, ξυλοκόπος και κυνηγός από το Λιτόχωρο – άνθρωπος του βουνού, όχι του σαλονιού. Οι δύο Ελβετοί, Φρεντερίκ Μπουασονά και Ντανιέλ Μπο Μποβί, ήταν κάτι σαν «influencers» της εποχής: φωτογράφος ο πρώτος, ζωγράφος ο δεύτερος, ταξιδευτές, ρομαντικοί και –ευτυχώς για όλους μας– γεμάτοι απορίες για αυτήν τη χώρα που ξεχείλιζε από μύθους και φως.
Δεν ήταν μόνο η ανάβαση· ήταν η στιγμή που ο Όλυμπος, για πρώτη φορά στην καταγεγραμμένη ιστορία, αποκάλυψε την κορυφή του σε ανθρώπινα βήματα. Μέχρι τότε, κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα ποιος είναι ο Μύτικας, ποιο είναι το Στεφάνι, ποιο το Σκολιό. Ο Όλυμπος δεν είχε χάρτες – είχε θρύλους.
«Τον βλέπεις; Εκεί είναι. Πάμε»
Η αποστολή ξεκίνησε από το Λιτόχωρο, με μουλάρια, σκοινιά και μια επιθυμία τόσο πεισματική όσο και η πέτρα του βουνού. Ο Κάκαλος δεν ήξερε λέξεις στα γαλλικά και οι Ελβετοί δεν ήξεραν τι τους περιμένει. Κάποια στιγμή σταμάτησαν μπροστά σε ένα βραχώδες τείχος που έμοιαζε να λέει: «Ως εδώ ήταν». Ο Κάκαλος κοίταξε τους δυο Ευρωπαίους και είπε: «Εγώ ανεβαίνω». Ανέβηκε. Και τους τράβηξε κι αυτούς, έναν-έναν.
Όταν έφτασαν στην κορυφή, άπλωσαν το βλέμμα τους σε έναν ορίζοντα που έμοιαζε να ανήκει σε άλλη διάσταση. Η Θράκη στο βάθος, η Θεσσαλία να κυλάει κάτω σαν ποτάμι από σιτάρι και φως, και ο Θερμαϊκός σαν καθρέφτης που κρατούσε τον ουρανό. Δεν υπήρχε τίποτα πάνω από αυτούς. Τίποτα, εκτός από τον Δία – αν ήταν ακόμη εκεί.
Όλυμπος: Το βουνό που δεν υποτάσσεται
Ο Όλυμπος δεν είναι απλώς το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Είναι μια ιδέα. Είναι το «πάνω» όταν όλα γύρω είναι «κάτω». Είναι ένα ακίνητο σύμβολο μέσα σε μια χώρα που αλλάζει διαρκώς. Γεωλογικά, είναι από τα αρχαιότερα βουνά της Ευρώπης· μυθολογικά, είναι η κατοικία των αθανάτων· πρακτικά, είναι μια συνεχής πρόκληση για ορειβάτες, φυσιολάτρες και ονειροπόλους.
Η κορυφή του δεν κατακτιέται – τη δανείζεται κανείς για λίγο. Και τότε, αν έχει τύχη και καθαρό ουρανό, βλέπει την Ελλάδα από το σημείο μηδέν της αιωνιότητας.
Από τον θρύλο στην εμπειρία
Από τότε, έχουν περάσει πάνω από 110 χρόνια. Ο Κάκαλος έγινε θρύλος. Ο Μπουασονά μάς χάρισε φωτογραφίες που μοιάζουν να ξεπήδησαν από όνειρο. Ο Μποβί ζωγράφισε τον Όλυμπο σαν να μην είναι βράχος, αλλά έμπνευση. Και εμείς, σήμερα, μπορούμε να περπατήσουμε στα ίδια μονοπάτια, να ιδρώσουμε κάτω από τον ίδιο ήλιο και να φτάσουμε στην ίδια κορυφή.
Αν το επιχειρήσεις, δεν θα δεις θεούς. Αλλά ίσως δεις αυτό που είδαν κι εκείνοι: την Ελλάδα από ψηλά. Όχι του χαρτοφυλακίου ή της πολιτικής. Αλλά την άλλη Ελλάδα, εκείνη που γεννάει θρύλους επειδή αρνείται να μείνει κάτω.
Σαν σήμερα, το πρώτο ελληνικό βήμα πάτησε εκεί που χιλιάδες χρόνια πατούσαν μόνο θεοί. Κι από τότε, τίποτα δεν είναι ακριβώς ίδιο.
