Σαν σήμερα, 9 Αυγούστου 1956, ξημέρωσε στη Λευκωσία μια μέρα βαριά, σιωπηλή και σκοτεινή. Στις Κεντρικές Φυλακές, πίσω από τους πέτρινους τοίχους που έπνιγαν το φως, οι Βρετανοί αποικιοκράτες έστηναν τις αγχόνες.

Οι τρεις νεαροί άντρες που οδηγούνταν προς αυτές δεν ήταν απλώς κρατούμενοι· ήταν τα πρόσωπα μιας γενιάς που δεν ήξερε τι θα πει «υποταγή». Ο Ανδρέας Ζάκος, 25 ετών, ο Χαρίλαος Μιχαήλ, μόλις 23, και ο Ιάκωβος Πατάτσος, 22, βάδιζαν με το κεφάλι ψηλά, λες και πήγαιναν σε παρέλαση, όχι στον θάνατο.

Η ΕΟΚΑ και ο ένοπλος αγώνας

Ήταν αγωνιστές της ΕΟΚΑ, της οργάνωσης που είχε ανάψει από το 1955 τη φλόγα του ένοπλου αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, κόντρα στη Βρετανική Αυτοκρατορία που ακόμη πίστευε ότι μπορούσε να κρατά νησιά και λαούς σαν προσωπικά της κτήματα. Οι τρεις τους είχαν συλληφθεί μετά από ένοπλες ενέργειες εναντίον στρατιωτικών στόχων και δικάστηκαν από τα έκτακτα στρατοδικεία που μοίραζαν θανάτους με τη σκληρότητα της αποικιοκρατίας.

Τα ξημερώματα, η φυλακή ήταν βουβή. Στις πτέρυγες, οι συγκρατούμενοι ψιθύριζαν προσευχές, ενώ απ’ έξω, στην πόλη, ο κόσμος περίμενε ειδήσεις. Λίγο μετά, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, κι όμως το πένθος εκείνης της μέρας έμοιαζε με υπόσχεση. Γιατί οι νεκροί έγιναν σημαία.

Η είδηση της εκτέλεσης έσπασε τα σύνορα της Κύπρου. Στην Αθήνα, χιλιάδες κατέβηκαν στους δρόμους. Στην ελληνική διασπορά, από την Αλεξάνδρεια μέχρι το Σίδνεϊ, έγιναν επιμνημόσυνες δεήσεις. Στη Βρετανία, ακόμη και φοιτητικές οργανώσεις κατήγγειλαν το γεγονός, μιλώντας για βαρβαρότητα και αδικία.

Εκείνη την εποχή, η Κύπρος έβραζε. Η ΕΟΚΑ, με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή, χτυπούσε μεθοδικά στόχους της αποικιοκρατίας, ενώ ο πολιτικός ηγέτης του αγώνα, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, προσπαθούσε να κερδίσει και το διεθνές διπλωματικό μέτωπο. Η βρετανική απάντηση ήταν συλλήψεις, βασανιστήρια, στρατόπεδα κράτησης και οι περιβόητες αγχόνες των Κεντρικών Φυλακών.

Η μνήμη που μένει

Από εκείνες τις αγχόνες θα περάσουν συνολικά εννέα Κύπριοι αγωνιστές της ΕΟΚΑ, οι «εννέα της αγχόνης». Οι τρεις πρώτοι ήταν ο Ζάκος, ο Μιχαήλ και ο Πατάτσος. Και όπως συνέβη με όλους, οι Βρετανοί δεν παρέδωσαν τα σώματα στις οικογένειες· τους έθαψαν μέσα στις φυλακές, στα «Φυλακισμένα Μνήματα», εκεί όπου σήμερα ο τόπος ανασαίνει ακόμη μνήμη και συγκίνηση.

Στην Κύπρο του ’56, ο φόβος δεν έσβηνε την αντίσταση - την πύκνωνε. Όσο οι αγχόνες δούλευαν, τόσο οι νέοι στρατολογούνταν στα βουνά του Τροόδους. Και όσο οι μανάδες έκλαιγαν γιους, τόσο οι σημαίες υψώνονταν πιο ψηλά.

Το πρωινό της 9ης Αυγούστου έμεινε στη μνήμη σαν μια στιγμή όπου η ζωή νικήθηκε, αλλά ο αγώνας κέρδισε. Γιατί εκείνοι οι τρεις δεν πέθαναν για να χαθούν· πέθαναν για να μείνουν.

Και έμειναν ζωντανοί στις καρδιές και τη συλλογική μνήμη του κυπριακού λαού, σύμβολα αλύγιστης πίστης και θάρρους που θυμίζουν σε κάθε νέα γενιά ότι η ελευθερία απαιτεί πάντα αγώνα, και ποτέ δεν ξεχνιέται.