Σαν σήμερα, 12 Αυγούστου 1953, τα Επτάνησα έπαψαν να είναι τα ίδια. Ο ήλιος ανέβαινε πάνω από τη θάλασσα όταν η γη αποφάσισε να τον προδώσει. Ένα βουητό, βαθύ και ανελέητο, ξεκίνησε κάτω από τα πόδια, και σε σαράντα πέντε ατελείωτα δευτερόλεπτα όλα άλλαξαν. Σπίτια που στέκονταν γενιές ολόκληρες έγιναν σκόνη, καμπαναριά λύγισαν σαν κέρινα, οι δρόμοι γέμισαν θραύσματα και φωνές.
Στο Αργοστόλι και το Ληξούρι, η πέτρα σκόρπισε όπως η άμμος, και στη Χώρα της Ζακύνθου η φωτιά βρήκε την ευκαιρία να ολοκληρώσει ό,τι άφησε μισό ο σεισμός. Η θάλασσα, ανήσυχη κι αυτή, κοίταζε βουβή, ενώ οι άνθρωποι μετρούσαν απώλειες: 455 ψυχές που χάθηκαν, 2.412 πληγωμένοι, 21 αγνοούμενοι που δεν βρέθηκαν ποτέ. Και πίσω απ’ τους αριθμούς, οι ιστορίες – μια φωτογραφία θαμμένη στα χαλάσματα, μια βέρα σε καμένη στάχτη, ένα μισό νανούρισμα που δεν ολοκληρώθηκε.
Οι σεισμοί του ’53 δεν άφησαν μόνο νησιά ρημαγμένα· άφησαν μια μνήμη που δεν κοιμάται. Κάθε φορά που η γη τρέμει, ακόμη και λίγο, οι Επτανήσιοι θυμούνται εκείνο το πρωινό, το βουητό, τη σκόνη, το φως που έκαιγε διαφορετικά. Και ξέρουν πως ο χρόνος μπορεί να γιατρεύει, αλλά ποτέ να ξεχνά.
Η αλυσίδα των χτυπημάτων
Ο καταστροφικός σεισμός της 12ης Αυγούστου δεν ήρθε μόνος του. Δύο προγενέστεροι ισχυροί σεισμοί, στις 9 και 11 Αυγούστου, είχαν ήδη τραυματίσει τα νησιά και καταρρακώσει το ηθικό των κατοίκων. Το τελικό, μέγιστο χτύπημα των 7,2 Ρίχτερ ισοπέδωσε ό,τι είχε απομείνει όρθιο. Η τριπλή αυτή δόνηση οδήγησε στην εφαρμογή νέων, αυστηρών αντισεισμικών κανονισμών, που άλλαξαν για πάντα την αρχιτεκτονική των Επτανήσων.
Χέρια βοήθειας από μακριά
Μέσα στο χάος, κατέφθασαν πρώτες οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά και πλοία του βρετανικού και αμερικανικού ναυτικού, φέρνοντας τρόφιμα, ιατροφαρμακευτικό υλικό και σωστικά συνεργεία. Οι εικόνες των ξένων ναυτών να κουβαλούν παιδιά και ηλικιωμένους μέσα από τα ερείπια έμειναν χαραγμένες στη συλλογική μνήμη, σαν υπενθύμιση ότι σε ώρες συμφοράς, τα σύνορα σβήνουν.
Η μνήμη στην τέχνη
Η καταστροφή δεν έσβησε μόνο ζωές και κτίρια, αλλά γέννησε και μια νέα μορφή μνήμης μέσα από την τέχνη. Τοπικοί ποιητές και τραγουδιστές έπλεξαν μαντινάδες και καντάδες για «το μεγάλο σεισμό», για να ξορκίσουν τον φόβο και να ενώσουν την κοινότητα. Κάποια από αυτά τα τραγούδια ακόμη ακούγονται στις γιορτές, όχι για να θυμίζουν τη συμφορά, αλλά για να τιμούν όσους χάθηκαν και όσους στάθηκαν όρθιοι.