Σαν σήμερα, 24 Αυγούστου του 1185, η Θεσσαλονίκη ξυπνάει μέσα στο αίμα. Μια πόλη που ανθούσε με παζάρια, λιμάνι και ναούς, μετατρέπεται ξαφνικά σε σκηνικό εφιάλτη. Οι Νορμανδοί, με πολυάριθμο στρατό και πανίσχυρο στόλο, περνούν τα τείχη και ξεχύνονται μέσα στα στενά. Αυτό που θα ακολουθήσει μένει στην Ιστορία ως μία από τις πιο σκληρές σφαγές του μεσαίωνα.
Η πολιορκία είχε ξεκινήσει εβδομάδες νωρίτερα. Ο διοικητής της πόλης, Δαβίδ Κομνηνός, είχε αφήσει τους πολιορκημένους εκτεθειμένους, αποφεύγοντας επιθέσεις και χτυπήματα στους εχθρούς. Έτσι, οι Νορμανδοί άνοιξαν μεθοδικά ρήγματα στα ανατολικά τείχη. Και όταν η πύλη άνοιξε, οι στρατιώτες δεν μπήκαν απλώς για να κυριεύσουν. Μπήκαν με τη μανία να σβήσουν μια πόλη από τον χάρτη.
Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, που έζησε την καταστροφή, περιγράφει εικόνες που ξεπερνούν κάθε φαντασία: φλόγες να τυλίγουν τα σπίτια, σπαθιά να θερίζουν αμάχους, κραυγές να σκεπάζουν τις καμπάνες. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης μιλά για μια πόλη που χάθηκε μέσα σε μια μέρα - κανένα σπίτι δεν έμεινε ανέγγιχτο, κανένας δρόμος δεν γλίτωσε από το αίμα.
Μέσα σε λίγες ώρες, οι Νορμανδοί σκότωσαν χιλιάδες κατοίκους. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 7.000 άνθρωποι χάθηκαν - γέροντες, παιδιά, γυναίκες, στρατιώτες. Στους ναούς, ιερείς σφαγιάζονταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Στις πλατείες, οικογένειες διαλύονταν μέσα στις φλόγες. Οι στρατιώτες δεν αρκέστηκαν στη λεηλασία· ασεβούσαν πάνω στα ιερά, βεβήλωναν εικόνες, έστηναν γιορτές με βωμολοχίες πάνω σε θυσιαστήρια. Η σφαγή δεν ήταν μόνο στρατιωτική πράξη· ήταν και επίδειξη ωμής περιφρόνησης.
Η βία έπεσε βαριά πάνω στις γυναίκες. Ο Ευστάθιος περιγράφει με τρόμο τις σκηνές: παρθένες και παντρεμένες, μοναχές και μητέρες βιάζονταν μέσα σε εκκλησίες. Κάποιες, για να μη γνωρίσουν την ατίμωση, έπεφταν μόνες τους σε πηγάδια ή από τις στέγες των σπιτιών. Το αίμα ενώθηκε με τις στάχτες και οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης έγιναν ένας μαύρος ποταμός θανάτου.
Ο καπνός από τις πυρκαγιές κάλυπτε τον ουρανό, και το λιμάνι, αντί να είναι καταφύγιο, μετατράπηκε σε παγίδα. Όσοι προσπάθησαν να διαφύγουν με πλοιάρια, πνίγηκαν μέσα στον πανικό. Στα στενά, σωροί από πτώματα και ζώα μπλέκονταν, ενώ το κλάμα των παιδιών ακουγόταν σε κάθε γωνιά. Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν πια πόλη, ήταν κραυγή.
Κι όμως, αυτή η θύελλα δεν κράτησε για πάντα. Οι Νορμανδοί προσπάθησαν να εγκατασταθούν, να επιβάλουν την παρουσία τους. Όμως, λίγους μήνες αργότερα, ο Βυζαντινός στρατηγός Αλέξιος Μπράνας τους συνέτριψε στη μάχη του Δημητριτζέ. Οι εισβολείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, αφήνοντας πίσω τους μόνο ερείπια και μνήμη. Η Θεσσαλονίκη, πληγωμένη βαριά, άρχισε σιγά σιγά να ξανασηκώνεται, αλλά η πληγή της σφαγής έμεινε ανεξίτηλη.
Το πολιτικό τίμημα υπήρξε εξίσου βαρύ. Η οργή για την καταστροφή και την αδυναμία υπεράσπισης της πόλης έπεσε πάνω στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό. Ο λαός ξεσηκώθηκε, ο Ανδρόνικος συνελήφθη και βρήκε φρικτό θάνατο λίγες μέρες μετά. Στον θρόνο ανέβηκε ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος, σηματοδοτώντας νέα εποχή για την αυτοκρατορία. Η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς δεν ήταν μόνο τραγωδία για την πόλη· έγινε και σπινθήρας για την ανατροπή ολόκληρης της βυζαντινής πολιτικής σκηνής.
Η σημερινή Θεσσαλονίκη, με τους δρόμους της γεμάτους φως, τα μνημεία και την πολύβουη αγορά, δύσκολα αφήνει χώρο στη φαντασία για εκείνες τις στιγμές. Μα σαν σήμερα, πίσω από την ομορφιά, ξαναζωντανεύει η μνήμη. Τα χαλάσματα που κάποτε στάθηκαν θέατρο της φρίκης μάς θυμίζουν πως η ιστορία αυτής της πόλης δεν είναι μόνο φως, αλλά και σκοτάδι, όχι μόνο θρίαμβος αλλά και μαρτύριο.
Κάθε 24 Αυγούστου, η Θεσσαλονίκη δεν γιορτάζει· θυμάται. Θυμάται τον καπνό, τα δάκρυα, τις κραυγές. Θυμάται το αίμα που πότισε τις πλάκες της, τις οικογένειες που χάθηκαν, τον τρόμο που σκέπασε τα στενά της. Θυμάται για να μη σβήσει ποτέ από τη μνήμη πώς μια πόλη μπορεί να καεί μέσα σε μια νύχτα, αλλά και πώς μπορεί να σηκωθεί ξανά από τις στάχτες της.