Σαν σήμερα, 11 Αυγούστου 1996, η ζέστη της κυπριακής καλοκαιρινής μέρας δεν έκαιγε μόνο το χώμα της Δερύνειας, έκαιγε και τις καρδιές. Στην Πράσινη Γραμμή, εκεί όπου το συρματόπλεγμα κόβει τη γη στα δύο από το 1974, μια ειρηνική αντικατοχική πορεία θα μετατραπεί σε σκηνή φρίκης.

Ο 24χρονος Τάσος Ισαάκ, Ελληνοκύπριος, σύζυγος και σε λίγο πατέρας, βρέθηκε εκεί όχι για να προκαλέσει, αλλά για να διαδηλώσει. Χιλιάδες μοτοσικλετιστές από όλη την Ευρώπη είχαν ξεκινήσει πορεία προς την Κύπρο, στέλνοντας μήνυμα ελευθερίας. Όταν η τουρκική πλευρά έκλεισε το πέρασμα, οι διαδηλωτές κινήθηκαν προς τη Νεκρή Ζώνη.

Μέσα σε λίγα λεπτά, ο αέρας γέμισε κραυγές, βρισιές, σίδερα που σφύριζαν στον αέρα. Ο Ισαάκ, προσπαθώντας να βοηθήσει έναν εγκλωβισμένο συμπατριώτη του, έπεσε στα χέρια του όχλου: Τούρκοι «Γκρίζοι Λύκοι», Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί και πολίτες. Τον χτύπησαν με ρόπαλα, με πέτρες, με κλοτσιές, μέχρι που έμεινε ακίνητος στο χώμα.

Και όλα αυτά - το λιντσάρισμα, η αργή εξόντωση ενός άοπλου ανθρώπου - συνέβησαν μπροστά στις κάμερες, μπροστά στα μάτια των ανδρών του ΟΗΕ, που δεν κούνησαν ούτε το δάχτυλο. Μία ολόκληρη χώρα παρακολουθούσε ζωντανά τη βία να ξεσκίζει τη ζωή και την αξιοπρέπεια, ανήμπορη να επέμβει.

Η είδηση διαπέρασε τον ελληνισμό σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Η Κύπρος θρήνησε και οργίστηκε, η Ελλάδα σφίχτηκε στο στομάχι.

Τρεις μέρες αργότερα, στην κηδεία του Τάσου Ισαάκ, τα μάτια όλων καρφώθηκαν στην έγκυο σύζυγό του, που έκλαιγε κρατώντας την κοιλιά της. Το παιδί της δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του, αλλά το όνομά του θα γινόταν σύμβολο αντίστασης.

Η δολοφονία του δεν ήταν απλώς ένα έγκλημα· ήταν η ωμή, γυμνή αλήθεια της κατοχής.

Κι όμως, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, η Κύπρος παραμένει μοιρασμένη, η κατοχή παρούσα, οι ένοχοι ελεύθεροι. Στην Πράσινη Γραμμή, το ίδιο σύρμα σκουριάζει πάνω από το ίδιο χώμα. Και όσο αυτό στέκει, το βλέμμα του Τάσου - από μια παγωμένη φωτογραφία του ’96 - συνεχίζει να μας κοιτά, ζητώντας όχι μόνο να θυμόμαστε… αλλά να λογαριαστούμε.

Σαν σήμερα, η εικόνα του Ισαάκ πεσμένου στο χώμα συνεχίζει να φωνάζει εκεί που τα λόγια δεν αρκούν: η μνήμη δεν ξεθωριάζει, η αδικία δεν ξεχνιέται.