Σαν σήμερα, 6 Σεπτεμβρίου 1966, η αίθουσα της Βουλής της Νότιας Αφρικής πάγωσε. Ο πρωθυπουργός Χέντρικ Φέρβερντ, ο άνθρωπος που είχε χτίσει βήμα προς βήμα το οικοδόμημα του απαρτχάιντ, κατέρρεε αιμόφυρτος, μπροστά στα μάτια υπουργών, βουλευτών και φρουρών. Ο δράστης ήταν ένας ελληνομοζαμβικανός δημόσιος υπάλληλος, ο Δημήτρης Τσαφέντας, που τον χτύπησε με τέσσερις μαχαιριές την ώρα που ο πανίσχυρος άνδρας κατέβαινε από το βήμα.

Η σκηνή κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ο Φέρβερντ σωριάστηκε στο έδαφος, οι βουλευτές ούρλιαζαν, οι φρουροί όρμησαν. Ο Τσαφέντας δεν προσπάθησε να φύγει. Στάθηκε εκεί, σχεδόν ακίνητος, σαν να περίμενε το τέλος. Στους αστυνομικούς που τον ανέκριναν ψύχραιμα είπε μόνο μια φράση: «Τον σκότωσα γιατί ήμουν αηδιασμένος με τις ρατσιστικές πολιτικές του».

Τσαφέντας: ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα

Ο Δημήτρης Τσαφέντας είχε γεννηθεί το 1918 στη Μοζαμβίκη, από πατέρα Έλληνα ναυτικό και μητέρα αφρικανικής καταγωγής. Από μικρός έμαθε τι σημαίνει να είσαι «εκτός κατηγορίας». Για τους λευκούς δεν ήταν λευκός, για τους μαύρους δεν ήταν μαύρος. Το απαρτχάιντ ήταν ένα καθεστώς που χώριζε τα πάντα σε κουτιά: λευκοί, μαύροι, έγχρωμοι, ινδοί. Ο Τσαφέντας δεν χώραγε πουθενά.

Ζήτησε μάλιστα να καταχωρηθεί στην κατηγορία των «έγχρωμων» για να μπορέσει να παντρευτεί γυναίκα που αγαπούσε και να ζήσει με περισσότερη ελευθερία. Το αίτημά του απορρίφθηκε. Έτσι, βρέθηκε παγιδευμένος σε μια ζωή που δεν του αναγνώριζε ούτε τα στοιχειώδη δικαιώματα.

Η ζωή του ήταν μια ατελείωτη περιπλάνηση. Δούλεψε ναυτικός, ταξίδεψε σε Ευρώπη και Αμερική, έζησε στη Μέση Ανατολή. Δούλευε όπου έβρισκε, άλλαζε χώρες, άλλαζε δουλειές, πάντα με το ίδιο φορτίο: την αίσθηση του ανθρώπου που δεν ανήκει πουθενά. Η αίσθηση αυτή δεν ήταν απλώς προσωπική πληγή. Ήταν το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που έσβηνε ανθρώπους, που τους μετρούσε μόνο με βάση το χρώμα του δέρματος.

Φέρβερντ: ο «αρχιτέκτονας» του απαρτχάιντ

Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της πράξης του, πρέπει να θυμηθεί ποιος ήταν ο Χέντρικ Φέρβερντ. Πανεπιστημιακός και πρώην δημοσιογράφος, υπήρξε ο θεωρητικός και πολιτικός νους πίσω από το σύστημα του απαρτχάιντ. Οι νόμοι του χωρισμού φυλών, η απαγόρευση μικτών γάμων, τα «πάσα» για τις μετακινήσεις των μαύρων, όλα φέρουν τη δική του υπογραφή.

Ο Φέρβερντ δεν έβλεπε το απαρτχάιντ ως προσωρινό μέτρο. Το θεωρούσε αναγκαίο, «επιστημονικά τεκμηριωμένο» και απαραίτητο για να διατηρηθεί η εξουσία των λευκών. Ήταν ο άνθρωπος που έδωσε ιδεολογική νομιμοποίηση στη φυλετική καταπίεση. Για εκατομμύρια Νοτιοαφρικανούς, ήταν το σύμβολο της σκλαβιάς τους.

Η δολοφονία και το καθεστώς

Το καθεστώς, ωστόσο, δεν είχε καμία πρόθεση να παρουσιάσει τον Τσαφέντα ως πολιτικό δολοφόνο. Μια τέτοια αναγνώριση θα ισοδυναμούσε με έμμεση παραδοχή ότι υπήρχε αντίσταση μέσα στη χώρα, ακόμα και στο ίδιο το Κοινοβούλιο. Έτσι, η επίσημη γραμμή ήταν ότι ο δράστης ήταν «παράφρων». Οι αρχές τον εμφάνισαν ως σχιζοφρενή, παρακάμπτοντας τις ξεκάθαρες δηλώσεις του για το πολιτικό του κίνητρο.

Αρχικά οδηγήθηκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Αργότερα φυλακίστηκε σε πτέρυγα δίπλα στους θανατοποινίτες. Έζησε τριάντα τρία χρόνια σε καθεστώς απομόνωσης, ξεχασμένος από όλους. Πέθανε το 1999, σε ηλικία 81 ετών, από πνευμονία. Μέχρι τέλους δεν είχε δικαστεί ποτέ για το έγκλημά του.

Και μετα;

Όταν τελείωσε το απαρτχάιντ, η Νότια Αφρική άρχισε να ξαναδιαβάζει την Ιστορία της. Ανάμεσα στις σκιές, εμφανίστηκε ξανά το όνομα του Δημήτρη Τσαφέντα. Ιστορικοί και ακτιβιστές έδειξαν ότι η δολοφονία του Φέρβερντ δεν ήταν το παραλήρημα ενός τρελού, αλλά μια πράξη πολιτικής βίας απέναντι στον άνθρωπο που προσωποποιούσε το απαρτχάιντ.

Η συζήτηση παραμένει ανοιχτή. Για κάποιους, ο Τσαφέντας ήταν ένας απελπισμένος άνθρωπος που ξέσπασε. Για άλλους, ήταν ο «τυχαίος εκτελεστής της Ιστορίας», ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα που βρήκε νόημα μόνο στη στιγμή που έριξε τις μαχαιριές. Και για πολλούς στη Νότια Αφρική, ειδικά στις κοινότητες που έζησαν τη βαρβαρότητα του απαρτχάιντ, είναι ένας μάρτυρας που θυσιάστηκε για να ακουστεί η φωνή των καταπιεσμένων.

Μια πράξη που δεν έσβησε

Σήμερα, σχεδόν εξήντα χρόνια μετά, το όνομα του Δημήτρη Τσαφέντα δεν είναι ευρέως γνωστό. Κι όμως, η πράξη του σφράγισε την Ιστορία της Νότιας Αφρικής. Ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, που κουβαλούσε μέσα του την τραγωδία του ανθρώπου «εκτός κατηγορίας», έβαλε τέλος στη ζωή ενός από τους πιο αδίστακτους πολιτικούς του 20ού αιώνα.

Η στιγμή της 6ης Σεπτεμβρίου 1966 θυμίζει ότι η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από ηγέτες και στρατούς. Τη γράφουν και άνθρωποι ξεχασμένοι, άνθρωποι που δεν χωρούσαν πουθενά, αλλά που βρέθηκαν για μια στιγμή στο κέντρο της σκηνής.