Λίγο πριν τις τρεις το μεσημέρι της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, η γη κάτω από τα πόδια των Αθηναίων άρχισε να τρέμει ανελέητα. Ήταν 5,9 βαθμοί της κλίμακας Ρίχτερ, που διήρκεσαν μόλις δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Κι όμως, αυτά τα δευτερόλεπτα έμοιασαν αιώνες, αρκετά για να αλλάξουν ζωές, να σωριαστούν κτίρια, να σκορπιστεί πανικός και να μείνει ανεξίτηλη μια πληγή στο συλλογικό σώμα της πρωτεύουσας. Το επίκεντρο βρισκόταν ανάμεσα στις Αχαρνές και τον ορεινό όγκο της Πάρνηθας, μόλις 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Ήταν ένας σεισμός δίπλα μας, στην καρδιά της πόλης.
Η Αθήνα δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτό που θα ακολουθούσε. Οι δρόμοι γέμισαν με ανθρώπους που έτρεχαν αλλόφρονες, άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι με τα παιδιά στα χέρια, άλλοι κοιτώντας σαστισμένοι τον ουρανό σαν να έψαχναν μια εξήγηση. Τηλέφωνα έπεσαν, οι γραμμές έκλεισαν, και η αίσθηση ήταν πως η πόλη είχε βουλιάξει στο χάος.
Ο απολογισμός ήταν βαρύς: 143 άνθρωποι άφησαν την τελευταία τους πνοή, χιλιάδες τραυματίστηκαν και δεκάδες χιλιάδες έμειναν άστεγοι. Οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν τα τρία δισεκατομμύρια δολάρια. Η πιο φρικτή στιγμή γράφτηκε στο Μενίδι, με την κατάρρευση του εργοστασίου της Ρικομέξ. Εκεί 39 εργαζόμενοι καταπλακώθηκαν και πέθαναν ακαριαία, εγκλωβισμένοι κάτω από τόνους μπετόν. Ήταν το σημείο όπου η τραγωδία πήρε όνομα και πρόσωπο, το πιο σκοτεινό σύμβολο της ανεπάρκειας στην τήρηση κανόνων ασφάλειας.
Κι όμως, μέσα σε εκείνο το ερείπιο, η Ελλάδα γνώρισε και το μεγαλείο της αλληλεγγύης. Πυροσβέστες, στρατιώτες, εθελοντές, απλοί πολίτες, όλοι έγιναν μια αλυσίδα που πάλευε με τα χέρια, με σιδερένια εργαλεία, με την ψυχή τους, για να βγάλουν ζωντανούς όσους μπορούσαν. Οι εικόνες από τους διασώστες να κρατούν σιωπή για να ακούσουν μια ανάσα, ένα χτύπημα, ένα αδύναμο κάλεσμα, μένουν χαραγμένες μέχρι σήμερα.
Η Αθήνα εκείνη τη μέρα είδε σπίτια να γίνονται συντρίμμια, πολυκατοικίες να σπάνε σαν χάρτινες, και ανθρώπους να κοιμούνται για εβδομάδες σε σκηνές και αυτοκίνητα. Πάρκα, γήπεδα και πλατείες γέμισαν με πρόχειρα καταλύματα. Η αβεβαιότητα σκίαζε τα πάντα: θα ξαναγίνει; θα αντέξουμε;
Ο σεισμός της Πάρνηθας, όπως έμεινε γνωστός, αποκάλυψε και τις αντιθέσεις της πόλης. Από τη μια, η ανοικοδόμηση χωρίς σχέδιο, τα κτίρια-παγίδες, τα εργοστάσια που λειτουργούσαν με ελλιπή μέτρα ασφαλείας. Από την άλλη, μια κοινωνία που βγήκε από τα χαλάσματα με αξιοθαύμαστη δύναμη, με πρόσωπα γεμάτα δάκρυα αλλά και αποφασισμένα να συνεχίσουν.
Σαν σήμερα, 26 χρόνια μετά, το τραύμα εκείνης της 7ης Σεπτεμβρίου δεν είναι μόνο οι αριθμοί. Είναι τα ονόματα που λείπουν από το οικογενειακό τραπέζι, είναι οι μνήμες των διασωστών που δεν ξεχνούν τα χέρια που άπλωναν μέσα από τις ρωγμές, είναι οι εικόνες της Αθήνας σκεπασμένης με σκόνη. Είναι και η μόνιμη υπενθύμιση ότι η γη πάνω στην οποία χτίζουμε τις ζωές μας δεν παύει να μας θυμίζει τη δύναμή της.
Η τραγωδία του 1999 γέννησε και κάτι ακόμη: μια νέα κουλτούρα πρόληψης, έναν αναγκαστικό αναστοχασμό για την ασφάλεια των κτιρίων, για την πολιτική προστασία, για την ετοιμότητα του κράτους και της κοινωνίας. Δεν έφτασε ποτέ να γίνει πανάκεια, τα χρόνια έδειξαν ότι η αμέλεια επιστρέφει εύκολα. Μα εκείνη η μέρα έδειξε, με το πιο σκληρό μάθημα, ότι το τίμημα της αδιαφορίας μετριέται σε ζωές.
Όσοι έζησαν τον σεισμό της Αθήνας δεν θα ξεχάσουν ποτέ εκείνα τα 15 δευτερόλεπτα. Ήταν ο χρόνος που έφτανε για να φανεί η αδυναμία αλλά και η δύναμη μιας πόλης. Από το Μενίδι μέχρι το κέντρο, από τα βιομηχανικά κτίρια μέχρι τις πολυκατοικίες των δυτικών προαστίων, η Αττική έζησε μια μέρα που γράφτηκε με αίμα και δάκρυα. Και κάθε 7 Σεπτεμβρίου, η μνήμη ξυπνά...όχι για να ανακυκλώσει τον πόνο, αλλά για να θυμίσει πόσο λεπτή είναι η γραμμή ανάμεσα στη ρουτίνα μιας καθημερινής Τρίτης και στην καταστροφή.