Σαν σήμερα, το 1967, έσβησαν για πάντα τα κόκκινα φανάρια της Τρούμπας. Ο Πειραιάς είδε μια ολόκληρη εποχή να σβήνει μέσα σε λίγες ώρες, όταν ο τότε δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης, με την υποστήριξη του καθεστώτος των συνταγματαρχών, διέταξε το κλείσιμο όλων των οίκων ανοχής, των μπαρ και των καμπαρέ που είχαν κάνει τη γειτονιά ξακουστή.
Η Τρούμπα δεν ήταν μια απλή συνοικία. Από τον Μεσοπόλεμο κι έπειτα, αλλά ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξελίχθηκε σε σημείο-αναφοράς. Στα στενά της έδεναν ναύτες από κάθε γωνιά του κόσμου, έβρισκαν ποτό, τραγούδι, συντροφιά και πολλές φορές μπελάδες. Η φήμη της είχε ξεπεράσει τα όρια του λιμανιού· η Τρούμπα έγινε μύθος σε βιβλία, τραγούδια, ακόμα και στον κινηματογράφο, με αποκορύφωμα τις «Κόκκινες Λάμπες» που έδωσαν και το όνομά τους στη γειτονιά.
Πίσω όμως από την πρόσοψη των φώτων και των ιστοριών, κρυβόταν μια σκληρή πραγματικότητα. Εκατοντάδες γυναίκες εργάζονταν εκεί, άλλες από ανάγκη, άλλες υπό καταναγκασμό. Οι συνθήκες ήταν συχνά απάνθρωπες: εκμετάλλευση, βία, εξάρτηση. Η Τρούμπα ήταν ένα θέαμα που τροφοδοτούσε την οικονομία του λιμανιού, αλλά και ένας χώρος που πολλοί θεωρούσαν ντροπή για την πόλη.
Το φθινόπωρο του 1967, η δικτατορία θέλησε να δείξει «νοικοκυροσύνη» και ηθική τάξη. Με συνοπτικές διαδικασίες συγκροτήθηκε ένα συμβούλιο με αστυνομικούς, εισαγγελείς και στρατιωτικούς. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη: οι οίκοι ανοχής και τα κέντρα της Τρούμπας θα έπρεπε να κλείσουν μέσα σε τρεις μέρες. Η προθεσμία έληξε τα μεσάνυχτα της 12ης Σεπτεμβρίου. Και τότε τα φώτα έσβησαν.
Εκείνη η νύχτα είχε κάτι το συμβολικό. Οι δρόμοι που ως τότε έσφυζαν από ζωή, με μουσικές, καυγάδες, ποτά και φωνές, βυθίστηκαν σε μια σιωπή που φάνταζε αφύσικη. Για κάποιους ήταν ανακούφιση· για άλλους, τέλος εποχής. Οι γυναίκες διασκορπίστηκαν, μερικές γύρισαν στις οικογένειές τους, άλλες συνέχισαν σε πιο κρυφά στέκια. Οι θαμώνες έχασαν το «στέκι» τους. Ο Πειραιάς όμως κέρδισε μια νέα εικόνα, καθαρισμένη στα χαρτιά αλλά φτωχότερη σε μνήμες.
Η αλήθεια είναι πως το κλείσιμο της Τρούμπας δεν εξάλειψε το φαινόμενο. Η πορνεία απλώς μεταφέρθηκε αλλού, με άλλες μορφές, λιγότερο ορατές. Αυτό που χάθηκε ήταν η μυθολογία μιας ολόκληρης γειτονιάς, που είχε γίνει κομμάτι της ταυτότητας του λιμανιού. Από «καμάρι και ντροπή» του Πειραιά, η Τρούμπα μετατράπηκε σε ανάμνηση.
Σήμερα, η περιοχή δεν θυμίζει τίποτα από την παλιά της φήμη. Κτίρια ανακαινισμένα, δρόμοι ήσυχοι, επιχειρήσεις και γραφεία. Κι όμως, όποιος ξέρει την ιστορία, μπορεί να φανταστεί πώς έλαμπαν κάποτε τα κόκκινα φώτα, πώς αντηχούσαν οι φωνές των ναυτικών και πώς η Τρούμπα έγινε σύμβολο μιας Ελλάδας που πάλευε ανάμεσα στη φτώχεια, την ανάγκη και τον μύθο της νυχτερινής ζωής.
Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν έσβησαν απλώς μερικές λάμπες. Έσβησε μια ολόκληρη κουλτούρα. Και μαζί της, έμεινε η αιώνια ερώτηση: ήταν η Τρούμπα μια πληγή που έκλεισε ή ένα κομμάτι ιστορίας που χάθηκε για πάντα;
