Σαν σήμερα, 13 Σεπτεμβρίου 1922, η Σμύρνη παραδόθηκε στις φλόγες. Μια πόλη που έλαμπε για τον πλούτο της, για την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, για τις ελληνικές εκκλησίες και τα αρμένικα σχολεία, για τα παζάρια και τις μουσικές της. Η πόλη που είχε γίνει σύμβολο του Μικρασιατικού Ελληνισμού, βυθίστηκε μέσα σε λίγες ώρες σε μια κόλαση φωτιάς και αίματος.
Τίποτα δεν προμήνυε, τουλάχιστον στους αμάχους, πόσο γρήγορα θα έφτανε το τέλος. Στις 9 Σεπτεμβρίου, οι δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ μπήκαν στη Σμύρνη. Η είσοδος αυτή έφερε αμέσως βία, εκτελέσεις, τρόμο. Κι ύστερα ήρθε η 13η Σεπτεμβρίου...η μέρα που η πόλη έγινε παρανάλωμα.
Η φωτιά ξεκίνησε από τα αρμένικα σπίτια και μέσα σε λίγες ώρες εξαπλώθηκε με απίστευτη ταχύτητα. Σαν να ήξερε πού να πάει. Έκαιγε τις συνοικίες των Ελλήνων και των Αρμενίων, μα όχι τις τουρκικές ούτε τις εβραϊκές. Η «Γκιαούρ Ιζμίρ» -η «άπιστη Σμύρνη» όπως την έλεγαν- δεν θα υπήρχε πια.
Κι εκεί, στην προκυμαία, παίχτηκε το μεγάλο δράμα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στριμώχτηκαν στο λιμάνι. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Μάνες με μωρά στην αγκαλιά, γέροντες που δεν μπορούσαν να περπατήσουν, πληγωμένοι που σέρνονταν. Όλοι κοιτούσαν προς τη θάλασσα, σαν να περίμεναν από εκεί να έρθει η σωτηρία. Και πράγματι, μπροστά τους στέκονταν τα ξένα πολεμικά πλοία, αμερικανικά, βρετανικά, γαλλικά, ιταλικά, με τους ναύτες να κοιτάζουν το θέαμα από το κατάστρωμα. Μερικοί από αυτούς προσπάθησαν να ρίξουν ψωμί ή σκοινιά, κρυφά, αλλά οι κυβερνήσεις τους όμως είχαν αποφασίσει: ουδετερότητα.
Οι μαρτυρίες της εποχής δεν αφήνουν περιθώρια. Μιλούν για κραυγές που σκέπαζαν τον θόρυβο της φωτιάς. Για ανθρώπους που έπεφταν στο νερό προσπαθώντας να σωθούν, αλλά πνίγονταν. Για πτώματα που στοιβάζονταν στους δρόμους. Ο Αμερικανός πρόξενος Τζορτζ Χόρτον κατέγραψε τα γεγονότα με φρίκη στο βιβλίο του «Η μάστιγα της Ασίας». Έγραφε ότι η Σμύρνη δεν χάθηκε από κάποια «τυφλή μοίρα», αλλά από βούληση και εκδίκηση.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το σκοτάδι, υπήρξαν και κάποιες πράξεις ανθρωπιάς. Ορισμένα ξένα πλοία ξεκίνησαν, δειλά στην αρχή, να παίρνουν κόσμο, κυρίως Έλληνες και Αρμένιους, όσους χωρούσαν. Οι επιχειρήσεις διάσωσης κράτησαν μέρες και όσοι σώθηκαν μιλούν για σκηνές που δεν έσβησαν ποτέ από τη μνήμη τους: το νερό να καίει σαν φωτιά, τις κραυγές των παιδιών, την απελπισία που πλανιόταν παντού.
Η Σμύρνη δεν ήταν μόνο μια μεγάλη πόλη. Ήταν ολόκληρη ιστορία. Από τα ομηρικά χρόνια και τα αρχαία θέατρα μέχρι τα εργοστάσια του 20ού αιώνα. Ήταν το κέντρο του Ελληνισμού της Ιωνίας, εκεί όπου ο ελληνικός λόγος ακουγόταν αδιάκοπα για τρεις χιλιάδες χρόνια. Κι όμως, όλα τελείωσαν μέσα σε μια νύχτα. Μια φλόγα, μια απόφαση, ένας ξεριζωμός.
Η Ελλάδα κλήθηκε τότε να υποδεχτεί περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες. Οι γειτονιές άλλαξαν, στήθηκαν παράγκες και δημιουργήθηκαν νέες πόλεις. Οι άνθρωποι κουβάλησαν μαζί τους μνήμες, τραγούδια, προσευχές, συνταγές, τρόπους ζωής και έδωσαν στην Ελλάδα νέα πνοή, αλλά δεν ξέχασαν ποτέ τι έχασαν.
Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε μόνο μια πυρκαγιά. Θυμόμαστε τον ξεριζωμό. Τη μέρα που χάθηκε μια ολόκληρη παρουσία, μια συνέχεια αιώνων. Για τους απογόνους εκείνων που έφτασαν με τα καΐκια, η 13η Σεπτεμβρίου είναι ακόμη πληγή και μαζί υπενθύμιση. Πως μέσα από τις στάχτες, όσοι σώθηκαν ξαναέχτισαν ζωή.
Η Σμύρνη χάθηκε, αλλά η μνήμη της δεν χάθηκε ποτέ.
