Σαν σήμερα, το 1834, στο Ναύπλιο ξεκινούσε μια δίκη που δεν είχε για κατηγορούμενους ούτε στρατηγούς ούτε πολιτικούς, αλλά δικαστές. Μια δίκη που πέρασε στην ιστορία με το όνομα «Δίκη των Δικαστών» και έγινε σύμβολο δικαστικής ανεξαρτησίας, σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν ακόμη νεοσύστατο κράτος και όλα δοκιμάζονταν.

Η αφορμή ήταν γνωστή: η περίφημη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημητρίου Πλαπούτα. Οι δύο οπλαρχηγοί της Επανάστασης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Η Αντιβασιλεία, καθώς ο Όθωνας ήταν ανήλικος, ήθελε να δείξει ότι κανείς δεν ήταν υπεράνω του νόμου. Η δίκη, όμως, γρήγορα πήρε χαρακτήρα πολιτικού ξεκαθαρίσματος.

Το δικαστήριο ψήφισε με πλειοψηφία την καταδίκη σε θάνατο. Όμως δύο από τους δικαστές, ο Αναστάσιος Πολυζωΐδης και ο Γεώργιος Τερτσέτης, αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση. Δεν το έκαναν ούτε από προσωπική συμπάθεια στους κατηγορουμένους ούτε από αδυναμία. Το έκαναν γιατί πίστευαν ότι οι αποδείξεις ήταν ελλιπείς, ότι η διαδικασία ήταν στημένη και ότι η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να σφραγίσουν μια άδικη καταδίκη.

Η αντίστασή τους δεν έμεινε κρυφή. Ο Πολυζωΐδης λέγεται ότι απάντησε στον πρόεδρο του δικαστηρίου: «Αν θέλετε να υπογράψω, κόψτε μου το χέρι». Ο Τερτσέτης ήταν πιο λιτός, αλλά εξίσου κατηγορηματικός: «Δεν θα με έχετε συνεργό σε φόνο δύο αθώων». Οι φράσεις αυτές αντήχησαν σαν καμπάνα σε μια κοινωνία που ήδη έβλεπε με δυσπιστία τις αποφάσεις των ξένων επιτρόπων.

Η εξουσία, όμως, δεν συγχωρούσε τέτοιες αντιστάσεις. Αντί να σεβαστεί την ανεξαρτησία των δικαστών, έστησε δίκη εναντίον τους. Έτσι γεννήθηκε η Δίκη των Δικαστών, που ξεκίνησε σαν σήμερα στο Ναύπλιο. Οι κατηγορίες ήταν βαριές: παράβαση καθήκοντος, παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας, ακόμα και δωροληψία. Με άλλα λόγια, παρουσιάστηκαν ως επίορκοι, τη στιγμή που είχαν απλώς υπερασπιστεί το αυτονόητο: τη δικαιοσύνη.

Η αίθουσα του δικαστηρίου γέμισε κόσμο. Δεν ήταν μόνο μια δίκη...ήταν θέαμα, μάχη ιδεών, και για πολλούς μια ευκαιρία να δουν αν το νεοελληνικό κράτος θα σεβαστεί τους ίδιους του τους θεσμούς. Οι απολογίες των δύο ανδρών έμειναν ιστορικές. Μίλησαν για το χρέος του δικαστή, για την αλήθεια, για τη συνείδηση που δεν πρέπει να παραβιάζεται. Δεν ήταν φωνές πολιτικής αντιπολίτευσης, ήταν φωνές ανθρώπων που έβλεπαν τη Δικαιοσύνη σαν κάτι ανώτερο από βασιλιάδες και κυβερνήσεις.

Τελικά, το δικαστήριο δεν τόλμησε να τους καταδικάσει. Ο Πολυζωΐδης και ο Τερτσέτης αθωώθηκαν, αν και στη συνέχεια πλήρωσαν το τίμημα με αργίες και παραγκωνισμό. Η κοινή γνώμη, όμως, είχε ήδη αποφασίσει: αυτοί οι δύο ήταν οι αληθινοί υπερασπιστές του δικαίου. Η στάση τους έγινε σύμβολο και πέρασε από γενιά σε γενιά.

Η «Δίκη των Δικαστών» δεν είναι απλώς ένα επεισόδιο της ιστορίας. Είναι υπενθύμιση ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης δεν είναι δεδομένη, αλλά κερδίζεται με κόστος. Είναι επίσης μια ιστορία που μιλά για την αξία της προσωπικής στάσης, για εκείνες τις στιγμές που δύο άνθρωποι σηκώνονται απέναντι στην πλειοψηφία και λένε «όχι».

Πολλές φορές η Ελλάδα ξέχασε αυτά τα μαθήματα και άλλες τόσες τα ξαναθυμήθηκε. Αλλά κάθε φορά που ακούμε για την «Δίκη των Δικαστών», θυμόμαστε ότι το δίκαιο μπορεί να υπερισχύσει, όχι επειδή το αποφασίζει η εκάστοτε εξουσία, αλλά επειδή υπάρχουν άνθρωποι που δεν το διαπραγματεύονται.

Κι έτσι, μια μέρα σαν τη σημερινή, το 1834, στο Ναύπλιο, γεννήθηκε μια από τις πιο δυνατές εικόνες της νεότερης ιστορίας: δύο δικαστές, μόνοι απέναντι στην εξουσία, να υπερασπίζονται τη Δικαιοσύνη.