Σαν σήμερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από τη ζωή ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο θρυλικός Νικηταράς, ένας από τους πιο καθαρούς και ανιδιοτελείς αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Η ιστορία του είναι γεμάτη δόξα στα χρόνια του αγώνα, αλλά και πίκρα στα χρόνια της ειρήνης, μια διαδρομή που δείχνει πόσο δύσκολο είναι να σταθεί κανείς ήρωας όχι μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στην καθημερινότητα της πολιτείας που ο ίδιος βοήθησε να γεννηθεί.

Γεννημένος γύρω στο 1782, πιθανότατα στη Νέδουσα της Μεσσηνίας, ο Νικηταράς μεγάλωσε μέσα σε κλέφτικο περιβάλλον. Γιος του Σταματέλου, γνωστού με το προσωνύμιο «Τουρκολέκας», και συγγενής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από την πλευρά της μητέρας του, είχε από νωρίς επαφή με τα όπλα και το ανυπότακτο πνεύμα της εποχής. Από παιδί μπήκε σε σώματα κλεφτών, έμαθε το αντάρτικο και απέκτησε την πείρα που θα τον κάνει να ξεχωρίσει λίγα χρόνια αργότερα.

Με την κήρυξη της Επανάστασης, ο Νικηταράς βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Έλαβε μέρος στην πολιορκία και στην Άλωση της Τριπολιτσάς, στη μάχη του Βαλτετσίου, στο Αγιονόρι, σε δεκάδες συγκρούσεις. Όμως η στιγμή που σφράγισε το όνομά του ήταν η μάχη στα Δολιανά, τον Μάιο του 1821, όταν με μια χούφτα άντρες κατάφερε να αποκρούσει χιλιάδες Τούρκους. Τότε ήταν που πήρε το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», γιατί η ανδρεία του ξεπέρασε κάθε φαντασία.

Η φήμη του εδραιώθηκε και στα Δερβενάκια, τον Ιούλιο του 1822, όπου έσπασε τις γραμμές του Δράμαλη και έδωσε το αποφασιστικό πλήγμα που έσωσε την Επανάσταση στον Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης μιλούσε με δέος για τον ανιψιό του και ο λαός τον λάτρευε. Όμως αυτό που έκανε τον Νικηταρά να ξεχωρίζει δεν ήταν μόνο η στρατιωτική του δεινότητα, αλλά και η στάση του απέναντι στα λάφυρα. Δεν κράτησε ποτέ τίποτε για τον εαυτό του. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό όπου του προσφέρθηκε ένα πανάκριβο σπαθί, εκείνος το χάρισε στον έρανο υπέρ των αγωνιστών, αδιαφορώντας για την προσωπική του περιουσία. Σε μια εποχή που πολλοί πλούτισαν από τον πόλεμο, ο Νικηταράς έμεινε φτωχός από επιλογή.

Κι όμως, μετά το τέλος του Αγώνα, η πολιτεία δεν του στάθηκε όπως θα περίμενε κανείς. Εμπλέκεται στις πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής, στηρίζει το ρωσικό κόμμα και έρχεται σε σύγκρουση με την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα. Το 1839 φυλακίζεται στην Αίγινα, με την κατηγορία ότι συμμετείχε σε συνωμοτική ομάδα. Αθωώνεται τελικά, αλλά οι μήνες της φυλακής καταστρέφουν την υγεία του. Χάνει μεγάλο μέρος της όρασής του, τα οικονομικά του καταρρέουν και η φτώχεια τον κυκλώνει.

Η εικόνα που έμεινε στην ιστορία είναι συγκλονιστική: ο ήρωας των Δερβενακίων, ο «Τουρκοφάγος», να στέκεται Παρασκευές έξω από τον ναό της Ευαγγελίστριας στην Αθήνα με άδεια επαιτείας, για να εξασφαλίσει λίγα χρήματα και να ζήσει. Η ίδια πολιτεία που σώθηκε χάρη στη γενναιότητά του, του αναγνώρισε μονάχα αυτό το δικαίωμα: να ζητιανεύει νόμιμα. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πικρή, και όμως αληθινή.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, ο Νικηταράς άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, σε ηλικία περίπου 67 ετών. Ζήτησε να ταφεί δίπλα στον θείο και δάσκαλό του, τον Κολοκοτρώνη, και η επιθυμία του εκπληρώθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Έφυγε φτωχός, σχεδόν τυφλός, αλλά με το όνομά του γραμμένο ανεξίτηλα στις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.

Η μνήμη του Νικηταρά δεν είναι μόνο τιμή για την ανδρεία του, είναι και υπόμνηση για τις ευθύνες μιας πολιτείας απέναντι σε εκείνους που την θεμελίωσαν με αίμα και θυσίες. Σαν σήμερα, δεν αρκεί να θυμόμαστε τον «Τουρκοφάγο» ως μύθο. Χρειάζεται να στοχαζόμαστε και το άλλο μισό της ζωής του: το πώς οι ήρωες μπορούν να καταλήξουν ξεχασμένοι, αν η κοινωνία δεν τους στηρίξει. Γιατί η ελευθερία δεν είναι μόνο να την κερδίσεις· είναι και να την φροντίζεις.