Σαν σήμερα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1977, η Αθήνα ξύπνησε με την είδηση ότι ένας από τους πιο διαβόητους ανθρώπους της ελληνικής νύχτας, ο Γιάννης Γκουλιόβας - περισσότερο γνωστός με το παρατσούκλι «Σαλονικιός» - έπεσε νεκρός έπειτα από συμπλοκή με την αστυνομία. Η δολοφονία του, όπως την χαρακτήρισαν πολλοί, δεν ήταν απλώς ένα ακόμη περιστατικό στον φακό της επικαιρότητας, αλλά το τέλος ενός θρύλου που είχε χτιστεί ανάμεσα στον φόβο και τον θαυμασμό.
Ο Γκουλιόβας καταγόταν από τον Κολλινδρό Πιερίας. Από μικρός έδειχνε ανήσυχο πνεύμα, με ιστορίες που μιλούν για μικροκλοπές, παραβατικότητα και στενή σχέση με τον δρόμο. Δεν άργησε να βρεθεί σε αναμορφωτήρια και φυλακές, μα αντί να τον συνετίσουν, τον έκαναν πιο σκληρό. Στη Θεσσαλονίκη βρήκε το πρώτο του πραγματικό «γήπεδο». Από εκεί προήλθε και το όνομα που θα τον ακολουθούσε μέχρι τέλους: ο «Σαλονικιός».
Η άνοδος στον κόσμο της νύχτας
Στη δεκαετία του ’60 και κυρίως του ’70, η ελληνική κοινωνία άλλαζε. Οι πόλεις μεγάλωναν, οι συνοικίες γέμιζαν μπαρ, χαρτοπαικτικές λέσχες και κέντρα διασκέδασης, και μαζί τους άνθισε και η παραοικονομία. Ο Γκουλιόβας εκμεταλλεύτηκε την εποχή. Προστασία σε καταστήματα, εκβιασμοί, συμμετοχή σε κυκλώματα που έλεγχαν τη νύχτα, όλα αυτά συνέθεσαν το προφίλ του.
Οι φήμες γύρω του ήταν αντιφατικές: άλλοι τον περιέγραφαν ως αδίστακτο μπράβο που δε δίσταζε να τραβήξει μαχαίρι, άλλοι έλεγαν πως είχε και μια «κώδικα τιμής», ότι δεν άγγιζε τους αδύναμους και ότι βοηθούσε ανθρώπους της πιάτσας. Όπως συμβαίνει συχνά με τέτοιες φιγούρες, η αλήθεια χάθηκε κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη μυθοποίηση.
Δεν έμεινε μόνο στη Θεσσαλονίκη. Η Αθήνα, με τα στέκια της Κυψέλης και τα μαγαζιά του κέντρου, έγινε το νέο του πεδίο. Εκεί έφτασε να θεωρείται από τα πιο επικίνδυνα πρόσωπα του υποκόσμου. Η αστυνομία τον είχε στο στόχαστρο για καιρό, όχι μόνο για τους εκβιασμούς και τα παράνομα τυχερά παιχνίδια, αλλά και για τη σκληρή του συμπεριφορά.
Το βράδυ της 29ης Σεπτεμβρίου, πληροφορίες οδήγησαν τους αστυνομικούς σε χαρτοπαικτική λέσχη. Ο Γκουλιόβας βρισκόταν εκεί. Οι μαρτυρίες λένε ότι αντιστάθηκε στη σύλληψη, απειλώντας με μαχαίρι. Στην ένταση που ακολούθησε, έπεσε ο πυροβολισμός που έκοψε το νήμα της ζωής του. Μεταφέρθηκε αιμόφυρτος, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν μόλις 35 ετών.
Το τέλος και η κληρονομιά
Ο θάνατός του προκάλεσε συζητήσεις που δεν έχουν σβήσει. Ήταν μια τυπική «επιχείρηση» που ξέφυγε από τον έλεγχο ή μια συνειδητή εξόντωση ενός ανθρώπου που είχε γίνει ανεξέλεγκτος; Οι αστυνομικές αναφορές μιλούσαν για αυτοάμυνα. Οι φίλοι του και πολλοί από τον κόσμο της νύχτας έλεγαν ότι τον «καθάρισαν» επειδή είχε γίνει ενοχλητικός.
Η κηδεία του εξελίχθηκε σε μια ιδιότυπη επίδειξη δύναμης. Παράνομοι, μικροκακοποιοί αλλά και απλοί άνθρωποι που τον έβλεπαν σαν μια «λαϊκή φιγούρα» έδωσαν το παρών. Για άλλους ήταν ήρωας του περιθωρίου, για άλλους απλώς ένα επικίνδυνο στοιχείο που άξιζε το τέλος του. Όπως και να έχει, ο «Σαλονικιός» πέρασε στη συλλογική μνήμη ως μια μορφή σχεδόν μυθιστορηματική.
Η σκιά του μύθου
Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, το όνομα του Γκουλιόβα εξακολουθεί να ακούγεται σε αφηγήσεις για τα «άγρια χρόνια» της ελληνικής νύχτας. Στις ιστορίες που λέγονται από στόμα σε στόμα, εμφανίζεται άλλοτε σαν ο «κακός λύκος» που έσπερνε τρόμο, κι άλλοτε σαν ο ρομαντικός παραβάτης που πλήρωσε το τίμημα της εποχής του.
Σαν σήμερα, λοιπόν, θυμόμαστε όχι μόνο τον θάνατο ενός διαβόητου μπράβου, αλλά και ένα κομμάτι της νεότερης κοινωνικής ιστορίας της χώρας. Μια ιστορία που δείχνει πώς το περιθώριο, ο φόβος, η βία και η ανάγκη για μύθους υφαίνουν μαζί την εικόνα μιας εποχής που δεν είναι τόσο μακρινή όσο φαίνεται.