Σαν σήμερα, 3 Οκτωβρίου 1993, η Κατερίνα Γώγου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία μόλις 53 ετών. Μια γυναίκα που πέρασε σαν καταιγίδα από τον ελληνικό κινηματογράφο και την ποίηση, αφήνοντας πίσω της μια κληρονομιά γεμάτη φωτιά, σκοτάδι και αλήθειες που λίγοι τόλμησαν να πουν. Για κάποιους υπήρξε η «χαριτωμένη αφελής» των ταινιών της δεκαετίας του ’60, για άλλους ο «Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων». Μα πάνω απ’ όλα, ήταν η Κατερίνα Γώγου: μια φωνή που δεν χώρεσε ποτέ σε ταμπέλες.

Η Γώγου γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα και βρέθηκε από παιδί στον κόσμο του θεάτρου. Μαθήτρια ακόμη, ανέβηκε σε σκηνές παιδικών παραστάσεων και αργότερα σπούδασε στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη και στη σχολή χορού της Κούλας Πράτσικα. Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’50, όμως η αναγνωρισιμότητα ήρθε στα χρόνια της «χρυσής» ελληνικής κωμωδίας. Με το μόνιμο χαμόγελο και το αφελές ύφος, υποδύθηκε τη νεαρή που προκαλεί γέλιο και τρυφερότητα, ρόλοι που την έκαναν αγαπητή στο ευρύ κοινό.

Όμως πίσω από την εικόνα του «κοριτσιού της γειτονιάς» υπήρχε ένας άλλος κόσμος: μια γυναίκα με σκληρές εμπειρίες, οξύτατη κοινωνική ματιά και βαθιά ευαισθησία
.

Η ποίηση ως κραυγή

Η μετάβασή της στην ποίηση δεν ήταν ένα ήσυχο βήμα. Ήταν μια έκρηξη. Τα ποιήματά της δεν μιλούσαν για λουλούδια και έρωτες, αλλά για εξαρτήσεις, αδιέξοδα, κοινωνική βία, μοναξιά. Η πρώτη της συλλογή, το «Τρία κλικ αριστερά» (1978), έγινε απροσδόκητα επιτυχία και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τη γενιά της Μεταπολίτευσης. Ακολούθησαν τα «Ιδιώνυμο», «Το ξύλινο παλτό», «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών», έργα που διαβάζονταν με πάθος από τους νέους που αναζητούσαν διαφορετική φωνή.

Η Γώγου δεν έγραφε για να στολίσει τη γλώσσα· έγραφε για να την ανατινάξει. Οι στίχοι της ήταν κοφτοί, άμεσοι, σαν καταθέσεις ψυχής. Γι’ αυτό και κάποιοι την ταύτισαν με τα Εξάρχεια της δεκαετίας του ’80: τον χώρο όπου τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και την εξέγερση ήταν θολά.

Συχνά τη χαρακτήρισαν «ποιήτρια της οργής». Κι όμως, πίσω από την οργή υπήρχε μια τεράστια ανάγκη για αγάπη, για έναν κόσμο πιο δίκαιο. Δεν δίστασε να στηρίξει δημόσια πολιτικούς κρατούμενους, να σταθεί στο πλευρό όσων θεωρούσε αδικημένους. Για κάποιους, ήταν επικίνδυνα ριζοσπαστική για άλλους, ένα σπάνιο παράδειγμα καλλιτέχνιδας που έζησε χωρίς να προδώσει τον εαυτό της.

Ο Τηλέμαχος Χυτήρης είχε πει πως ήταν «ο Μαγιακόφσκι της πλατείας Εξαρχείων». Μια εύστοχη παρομοίωση, γιατί και η ίδια, όπως ο Ρώσος ποιητής, έζησε με την ένταση στα κόκκινα.

Η ζωή της Γώγου είχε και τις σκιές της. Η κατάθλιψη, η χρήση ουσιών, οι προσωπικές διαψεύσεις τη βάραιναν. Σαν σήμερα, το 1993, βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Η είδηση συγκλόνισε, αλλά δεν ξάφνιασε όσους γνώριζαν την πορεία της. Έφυγε αφήνοντας πίσω μια κόρη, τη Μυρτώ, και μια ποίηση που ακόμη και σήμερα μοιάζει γραμμένη για το παρόν.

Η παρακαταθήκη

Τριάντα και πλέον χρόνια μετά, η Κατερίνα Γώγου εξακολουθεί να συγκινεί. Οι στίχοι της διαβάζονται σε σχολεία, σε μουσικές σκηνές, σε τοίχους των πόλεων. Επηρέασε μουσικούς, συγγραφείς, κινηματογραφιστές. Έγινε σύμβολο μιας γενιάς που δεν ήθελε να σωπάσει.

Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε απλώς μια ηθοποιό ή μια ποιήτρια. Θυμόμαστε τη γυναίκα που τόλμησε να βάλει σε λέξεις την οργή, την τρυφερότητα, τον φόβο και την ελπίδα μιας εποχής. Και που με τη σύντομη, ταραγμένη ζωή της απέδειξε ότι η ποίηση δεν είναι καταφύγιο...είναι μάχη.