Σαν σήμερα, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, έπεφτε νεκρή από τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα η Λέλα Καραγιάννη, η γυναίκα που έγινε θρύλος της Εθνικής Αντίστασης. «Πρέπει να χτυπήσουμε τον εχθρό με τα δικά του όπλα, εκ των έσω. Θα φτιάξουμε τον δικό μας Δούρειο Ίππο», είχε πει, και δεν έμεινε μόνο στα λόγια: το έκανε πράξη με το θάρρος, την ευφυΐα και την αποφασιστικότητά της.

Η Καραγιάννη δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο. Ήταν δισέγγονη της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, της ηρωίδας του ’21, κι αυτή η βαριά κληρονομιά φαίνεται πως σφράγισε τον χαρακτήρα της. Δεν είναι τυχαίο ότι έδωσε στην αντιστασιακή της οργάνωση το όνομα «Μπουμπουλίνα». Ξεκίνησε σχεδόν οικογενειακά, με τον σύζυγό της και τα παιδιά της και γρήγορα η ομάδα μεγάλωσε. Σύντομα αριθμούσε περισσότερα από εκατό μέλη, που δρούσαν μεθοδικά μέσα στην κατεχόμενη Αθήνα.

Η δράση της ήταν πολυπρόσωπη. Έκρυβε και φυγάδευε Βρετανούς στρατιώτες, οργάνωνε δίκτυα κατασκοπείας, έκανε σαμποτάζ σε γερμανικές αποθήκες. Δεν δίστασε να ανοίξει τις πόρτες της και σε εκείνους που έμοιαζαν «απίθανοι σύμμαχοι»: παιδιά που κουβαλούσαν μηνύματα, Ιταλούς αντιφασίστες μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, ακόμα και Γερμανούς αντιναζί που βρήκαν στην «Μπουμπουλίνα» ένα κρησφύγετο αντίστασης. Ήταν μια οργάνωση που δεν ξεχώριζε τους ανθρώπους με βάση την καταγωγή τους, αλλά με βάση τη στάση τους απέναντι στη βία και τη σκλαβιά.

Η Λέλα δεν ήταν απλώς ηγέτης... ήταν και η ψυχή. Με το αρχοντικό παρουσιαστικό της, μια γυναίκα της μεσαίας τάξης, σύζυγος φαρμακοποιού και μητέρα επτά παιδιών κατόρθωνε να κινείται σχεδόν απαρατήρητη στα μάτια των κατακτητών. Κι όμως, κάτω από αυτό το προσωπείο της «κυρίας της γειτονιάς» κρυβόταν ένας αληθινός Δούρειος Ίππος, που διοχέτευε πληροφορίες, σχεδίαζε ενέδρες, έσωζε ζωές.

Το καλοκαίρι του 1944, όμως, η γερμανική μηχανή πληροφοριών άρχισε να κλείνει τον κλοιό. Η Λέλα συνελήφθη. Μεταφέρθηκε στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν, εκεί όπου πολλοί Έλληνες αντιστασιακοί γνώρισαν την πιο σκληρή όψη της Κατοχής. Οι μαρτυρίες κάνουν λόγο για απερίγραπτα βασανιστήρια. Οι Γερμανοί ήθελαν να την λυγίσουν, να την κάνουν να μιλήσει, να προδώσει τους συντρόφους της. Εκείνη δεν έβγαλε ούτε λέξη. Λένε ότι ακόμα και μέσα στα κολαστήρια της Μέρλιν δεν έχανε το θάρρος της· μιλούσε στους συγκρατούμενους, τους έδινε κουράγιο, τους έλεγε να κρατήσουν ψηλά το κεφάλι.

Η ηρωική εκτέλεση

Από τη Μέρλιν μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Εκεί, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους κρατουμένους, η μορφή της έλαμπε. Παρέμενε αγέρωχη, σαν να είχε συμφιλιωθεί με τη μοίρα της. Δεν ήταν λίγοι όσοι τη χαρακτήρισαν «μάνα» μέσα στο στρατόπεδο, όχι μόνο γιατί είχε επτά δικά της παιδιά, αλλά γιατί στάθηκε μητρικά σε όλους.

Η εκτέλεσή της ήρθε 34 μόλις ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας. Η ειρωνεία της Ιστορίας: λίγες εβδομάδες μετά, η πόλη θα πανηγύριζε την αποχώρηση των Γερμανών. Εκείνη, όμως, δεν πρόλαβε να δει την ελευθερία που τόσο πάλεψε να χαρίσει στα παιδιά της και στην πατρίδα.

Η θυσία της δεν ήταν μόνο προσωπική· ήταν και οικογενειακή. Η Λέλα έδωσε όλη της την περιουσία για τον αγώνα, διακινδύνευσε τη ζωή των επτά παιδιών της και στάθηκε αταλάντευτη μέχρι το τέλος. Σαν άλλη Μπουμπουλίνα του 20ού αιώνα, ενσάρκωσε την ιδέα ότι η Ελευθερία δεν χαρίζεται, κερδίζεται με κόστος, με θυσία, με αίμα.

Σήμερα, το όνομά της κοσμεί δρόμους, πλατείες, προτομές. Αλλά περισσότερο από τα μνημεία, ζει στη μνήμη εκείνων που αναγνωρίζουν στη μορφή της το παράδειγμα της γυναίκας που δεν δίστασε να γίνει πολεμίστρια, μητέρα και ηγέτιδα μαζί. Η Λέλα Καραγιάννη δεν ήταν μια «ηρωίδα από τις σελίδες της Ιστορίας», ήταν μια γυναίκα της διπλανής πόρτας που βρήκε μέσα της το μεγαλείο.

Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο μήνυμα της θυσίας της: ότι η Ιστορία δεν γράφεται μόνο από στρατηγούς και πολιτικούς, αλλά και από εκείνες τις ψυχές που, όταν έρθει η ώρα, στέκονται όρθιες απέναντι στο σκοτάδι.