Σαν σήμερα, στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η ελληνική μουσική σκηνή βυθίστηκε σε μια σιωπή που όμως ήταν γεμάτη ήχους. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο καλλιτέχνης που τραγούδησε για τους πολλούς, τους απλούς, τους καθημερινούς ανθρώπους, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 63 του χρόνια. Κι όμως, από τότε, μοιάζει σαν να είναι πάντα εδώ. Γιατί το αποτύπωμά του δεν είναι απλώς δισκογραφικό, είναι κομμάτι μιας συλλογικής μνήμης.

Η ιστορία του ξεκινά στον Βόλο, το 1956. Εκεί γεννιέται ένα παιδί που μεγαλώνει ανάμεσα σε δίσκους, ραδιοφωνάκια και την αίσθηση ότι η μουσική είναι ο μόνος δρόμος. Στην εφηβεία του ήδη γράφει, ψάχνεται, αμφισβητεί. Και η αμφισβήτηση γίνεται δημιουργία: πρώτα με το συγκρότημα Τerminal, κι αργότερα με τους θρυλικούς Τερμίτες, που θα χαράξουν μια εποχή στη ροκ σκηνή της δεκαετίας του ’80. Εκεί έμαθε να είναι «ομαδικός», να μοιράζεται και να χτίζει πάνω σε παρέες.

Η σόλο πορεία του από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 τον βρήκε πιο ώριμο, πιο τολμηρό, πιο αληθινό. Ο δίσκος «Ρίξε κόκκινο στη νύχτα» έγινε σταθμός, αλλά δεν ήταν μόνο αυτός: οι στίχοι του Λαυρέντη είχαν πάντα μια γειωμένη ποίηση, μια καθημερινότητα που μύριζε καφέ, τσιγάρο και ανησυχία. Έγραφε για τα στραβά μας, για τις ματαιώσεις, για τα όνειρα που επιμένουν κόντρα σε όλα. Δεν ήταν ποτέ «δήθεν». Ήταν ένας από εμάς που τραγουδούσε για εμάς.

Η φωνή του ήταν ξεχωριστή: τραχιά και ζεστή, με εκείνη τη ρωγμή που έκανε τα τραγούδια του να ακούγονται βιωμένα. Και ήταν. Δεν έπαιζε ρόλο, δεν «έλεγε» απλώς. Ζούσε όσα τραγουδούσε. Όταν έβγαινε στη σκηνή, γινόταν γιορτή: ένα ταξίδι που ξεκινούσε από τον ροκ ήχο, περνούσε από το έντεχνο, άγγιζε τη μπαλάντα και κατέληγε σε κάτι βαθιά ελληνικό, μοναδικό.

Δεν ήταν μόνος σε αυτή τη διαδρομή. Συνεργάστηκε με μεγάλες μορφές: τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Διονύση Τσακνή, την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα. Μα πάνω απ’ όλα, έμεινε φίλος με το κοινό του. Έβγαινε μετά τις συναυλίες, μιλούσε, αστειευόταν, άκουγε ιστορίες ανθρώπων που είχαν «μεγαλώσει» με τα τραγούδια του. Ήταν λαϊκός με την ουσιαστική έννοια: κοντά στον λαό.

Η αιφνίδια απώλειά του το 2019 σκόρπισε παγωμάρα. Μια καρδιά που είχε δώσει τόσο πολλά, σταμάτησε νωρίς. Μα αν κάτι απέδειξε η αντίδραση του κόσμου εκείνες τις μέρες, ήταν ότι ο Μαχαιρίτσας είχε γίνει κάτι παραπάνω από καλλιτέχνης. Είχε γίνει φωνή μιας γενιάς που πάλευε, που ερωτευόταν, που απογοητευόταν αλλά δεν σταματούσε να ονειρεύεται.

Και αυτή η φωνή δεν σίγησε. Ακόμα και σήμερα, ακούγοντας το «Τίποτα δεν πάει χαμένο», ή το «Διδυμότειχο μπλουζ», ή το «Σκόνη και θρύψαλα», αισθάνεσαι ότι είναι δίπλα σου, με εκείνο το πικρό χαμόγελο και το βλέμμα που ήξερε να διαβάζει μέσα σου. Σαν να τραγουδάει ξανά, κάθε φορά, για πρώτη φορά.

Σαν σήμερα λοιπόν, θυμόμαστε όχι μόνο το τέλος του, αλλά κυρίως τη διαδρομή του. Μια ζωή γεμάτη μουσική, φίλους, αντιφάσεις, επιτυχίες, πίκρες και θριάμβους. Ένας άνθρωπος που δεν χάιδευε αυτιά, αλλά έλεγε την αλήθεια με νότες. Ένας δημιουργός που δεν έγραψε απλώς τραγούδια, αλλά ιστορίες που θα συνεχίσουμε να τραγουδάμε όλοι μας.

Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας έφυγε νωρίς, αλλά μας άφησε κάτι ανθεκτικότερο από το χρόνο: μια παρακαταθήκη που ενώνει γενιές. Κι έτσι, κάθε 9 Σεπτεμβρίου, δεν είναι πένθος. Είναι υπόμνηση ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν «φεύγουν» ποτέ. Απλώς συνεχίζουν να μας μιλούν με τη μουσική τους.