Σαν σήμερα, 17 Σεπτεμβρίου 1982, η Ελλάδα αποχαιρέτησε έναν από τους πιο αγαπημένους της συνθέτες, τον Μάνο Λοΐζο. Ήταν μόλις 45 ετών όταν έφυγε από τη ζωή στη Μόσχα, ύστερα από δεύτερο εγκεφαλικό, και όμως είχε ήδη προλάβει να αφήσει πίσω του ένα έργο που συνεχίζει να στέκεται όρθιο σαν ζωντανή μαρτυρία μιας εποχής. Γιατί ο Λοΐζος δεν υπήρξε απλώς μουσικός, υπήρξε η φωνή της ευαισθησίας, της αντίστασης, του έρωτα και της καθημερινότητας ενός λαού που τον έκανε δικό του πριν ακόμη τον γνωρίσει από κοντά.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1937, με ρίζες κυπριακές και ελληνικές, μεγάλωσε σε μια γειτονιά όπου η μουσική ακουγόταν παντού, από τα ραδιόφωνα και τα καφενεία ως τα σπίτια. Σπούδασε για λίγο Φαρμακευτική και στη συνέχεια Οικονομικά, μα οι σπουδές δεν μπόρεσαν ποτέ να τον κρατήσουν μακριά από τις νότες. Έπαιζε κιθάρα, βιολί, έγραφε μελωδίες σχεδόν εμμονικά και έλεγε συχνά πως η μουσική για εκείνον δεν ήταν επιλογή αλλά ανάγκη... ένας τρόπος να υπάρξει. Κι αυτή η αλήθεια ήταν που τον έκανε να μιλάει απευθείας στις καρδιές των ανθρώπων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια, ξεχώρισε αμέσως για την καθαρότητα της γραφής του. Η συνεργασία του με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Φώντα Λάδη και άλλους σπουδαίους στιχουργούς έδωσε κομμάτια που έμειναν διαχρονικά. Ο Λοΐζος δεν κυνηγούσε ποτέ το εντυπωσιακό, προτιμούσε την απλότητα που γινόταν δύναμη.
Το «Καλημέρα ήλιε», που λίγο αργότερα θα γίνει και κομματικός ύμνος του ΠΑΣΟΚ, έφερε στην Ελλάδα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης μια πνοή αισιοδοξίας. Το «Σ’ ακολουθώ» παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο τρυφερές ερωτικές εξομολογήσεις του ελληνικού τραγουδιού. Και βέβαια το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», που χωρίς λόγια κατάφερε να πει όσα δεν χωράνε σε κανένα κείμενο: τον καημό, την περηφάνια, το πείσμα.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών βρήκε τον Λοΐζο στρατευμένο στη μεριά της αντίστασης, όχι με μεγάλα λόγια αλλά με τραγούδια που περνούσαν από στόμα σε στόμα. Τα «Τραγούδια του δρόμου» δεν έμοιαζαν με συνθήματα, έμοιαζαν με ανάσα. Ο ίδιος ποτέ δεν έκανε πίσω, ακόμη και όταν αντιμετώπιζε δυσκολίες με τη λογοκρισία ή με το βιοπορισμό, προτιμούσε να μείνει αληθινός. Ίσως αυτό να είναι και το μεγαλύτερο μάθημα που άφησε πίσω του: ότι η τέχνη χωρίς αλήθεια δεν στέκεται.
Το καλοκαίρι του 1982 η υγεία του είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται. Ένα πρώτο εγκεφαλικό τον χτύπησε τον Ιούνιο και τον κράτησε στο νοσοκομείο για εβδομάδες. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε την ελπίδα ότι θα συνέχιζε. Έφυγε για τη Μόσχα τον Αύγουστο για να δοκιμάσει θεραπείες, αλλά εκεί τον πρόλαβε το δεύτερο και μοιραίο εγκεφαλικό.
Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του, η είδηση πάγωσε την Ελλάδα. Στο Πρώτο Νεκροταφείο, πλήθος κόσμου ακολούθησε τη σορό του... φίλοι, συνάδελφοι και απλοί άνθρωποι που είχαν μεγαλώσει με τα τραγούδια του. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον αποχαιρέτησε μιλώντας για έναν «μεγάλο μικρό αδελφό», ενώ ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είπε συγκινημένος πως «έφυγε ο πιο καθαρός άνθρωπος που γνώρισα».
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο Μάνος Λοΐζος εξακολουθεί να είναι παρών. Τα τραγούδια του δεν γερνάνε, γιατί δεν ήταν ποτέ μόδα, ήταν βιώματα. Μιλούν για τον έρωτα, για την αδικία, για την προσμονή μιας καλύτερης ζωής.
Πολλοί τον θυμούνται μέσα από τις επανεκτελέσεις και όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν μιλούν για έναν άνθρωπο πράο, γεμάτο καλοσύνη και χιούμορ, που δεν καβάλησε ποτέ το καλάμι. Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί παραμένει τόσο αγαπητός: γιατί έμοιαζε με όλους μας και ταυτόχρονα τους ξεπερνούσε όλους με τη μουσική του.
Σαν σήμερα λοιπόν, δεν θυμόμαστε μόνο την απώλεια ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Θυμόμαστε τον άνθρωπο που μας δίδαξε ότι το τραγούδι μπορεί να γίνει όπλο, κι όσο υπάρχουν άνθρωποι που σιγοτραγουδούν ότι «ο δρόμος έχει τη δική του ιστορία» ή χορεύουν ένα ζεϊμπέκικο μόνοι στο κέντρο της πίστας, ο Μάνος Λοΐζος δεν θα φύγει ποτέ στ’ αλήθεια.
