Σαν σήμερα, 4 Σεπτεμβρίου 1998, δύο νεαροί φοιτητές του Στάνφορντ, ο Λάρι Πέιτζ από το Μίσιγκαν και ο Σεργκέι Μπριν από τη Μόσχα, αποφάσιζαν να ιδρύσουν μια εταιρεία με ένα περίεργο όνομα: Google.

Αν το δεις ψύχραιμα, τότε έμοιαζε με μια ακόμα φοιτητική περιπέτεια, ένα project που θα έσβηνε στο πρώτο αδιέξοδο. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι, λίγα χρόνια αργότερα, η λέξη «γκουγκλάρω» θα γινόταν ρήμα στα ελληνικά, και ότι όλος ο κόσμος θα κουβαλούσε στην τσέπη του μια μικρή πύλη προς το σύμπαν της πληροφορίας;

Η ιστορία τους ξεκινά το 1995, όταν γνωρίστηκαν στο Στάνφορντ. Ο Μπριν, παιδί μεταναστών από τη Σοβιετική Ένωση, είχε φήμη του εκρηκτικού, φιλόδοξου μαθηματικού. Ο Πέιτζ, γιος καθηγητή υπολογιστών, ήταν πιο εσωστρεφής, αλλά με εμμονή στο πώς θα μπορούσε να οργανωθεί η χαοτική πληροφορία του διαδικτύου. Μαζί ανέπτυξαν έναν αλγόριθμο που δεν ταξινομούσε τις σελίδες απλώς με βάση τις λέξεις-κλειδιά, αλλά με βάση τη «σπουδαιότητά» τους: πόσες άλλες σελίδες τις παρέπεμπαν. Ένα είδος ακαδημαϊκής παραπομπής στον ψηφιακό κόσμο. Το ονόμασαν PageRank και από εκεί ξεκίνησαν όλα.

Τότε το ίντερνετ δεν ήταν το πολύχρωμο, ακαριαίο εργαλείο που ξέρουμε σήμερα. Ήταν αργό, γεμάτο σπασμένα links και μηχανές αναζήτησης που έμοιαζαν περισσότερο με τηλεφωνικούς καταλόγους. Το Yahoo! και το AltaVista θεωρούνταν βασιλιάδες. Αν έλεγες σε κάποιον το 1998 ότι μια μικρή startup θα τους ξεπερνούσε όλους, θα γελούσε με την αφέλειά σου.

Κι όμως, οι δυο τους είχαν κάτι που έλειπε: απλότητα. Ένα λευκό φόντο, ένα κουτί αναζήτησης και πίσω του ένας έξυπνος μηχανισμός που έδινε τα πιο σχετικά αποτελέσματα. Τόσο απλό και τόσο επαναστατικό. Το όνομα «Google» προήλθε από το «googol», τον μαθηματικό όρο για τον αριθμό με το 1 ακολουθούμενο από 100 μηδενικά. Ήθελαν να δείξουν ότι φιλοδοξούν να οργανώσουν έναν ωκεανό πληροφορίας.

Αν το δούμε από την ελληνική σκοπιά, η Google μπήκε στη ζωή μας κάπως αθόρυβα. Στα τέλη των ‘90s, τα ίντερνετ καφέ ξεφύτρωναν σε κάθε γειτονιά, με τις γραμμές dial-up να τσιρίζουν σαν σειρήνες κάθε φορά που συνδεόσουν. Στα τραπεζάκια με τους CRT υπολογιστές, κάποιος πάντα φώναζε «Γράψ’ το στο Google, ρε!». Σιγά-σιγά το «ψάχνω στο ίντερνετ» έγινε «γκουγκλάρω», κι από κει ξεκίνησε η μεγάλη εξάρτηση.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Google άλλαξε τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Παλιά, όταν υπήρχε μια απορία στο τραπέζι, υπήρχε και καβγάς: «Θυμάσαι τον ηθοποιό σε εκείνη την ταινία;» και η συζήτηση κράταγε ώρες. Τώρα, ένα κλικ και η απάντηση μπροστά μας. Κάποτε μαζεύαμε εγκυκλοπαίδειες σε τόμους σήμερα, ένα smartphone αρκεί για να έχεις το παγκόσμιο απόθεμα γνώσης στα δάχτυλά σου.

Σαν σήμερα, λοιπόν, ιδρύθηκε όχι απλώς μια εταιρεία, αλλά μια νέα νοοτροπία. Από εκεί ξεπήδησαν προϊόντα που άλλαξαν την καθημερινότητα: Gmail, Google Maps, YouTube (που αγόρασαν το 2006), το Android στα κινητά μας. Μπορεί να την κατηγορούν για μονοπώλιο, για παραβίαση ιδιωτικότητας, για υπερβολική δύναμη, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έπλασε έναν κόσμο όπου η γνώση έγινε πιο προσβάσιμη από ποτέ.

Και για να μην ξεχνιόμαστε: το 1998, οι ιδρυτές έκαναν αίτηση να πουλήσουν την εταιρεία τους για μόλις ένα εκατομμύριο δολάρια. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Σήμερα, η Google αξίζει πάνω από 2 τρισεκατομμύρια. Αν αυτό δεν είναι το καλύτερο «σαν σήμερα» μάθημα για την αξία μιας ιδέας, τότε τι είναι;