Σαν σήμερα, 12 Οκτωβρίου 1944, η Αθήνα ξημέρωσε αλλιώς. Ύστερα από 1.264 ημέρες σιωπής, φόβου και πείνας, η πόλη ξαναβρήκε τη φωνή της. Οι Γερμανοί αποχωρούσαν, οι σειρήνες της Κατοχής σίγησαν και οι δρόμοι γέμισαν για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια με φωνές, σημαίες και χαμόγελα. Ήταν η μέρα που η πρωτεύουσα ελευθερώθηκε, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και ψυχικά.

Η Αθήνα της Κατοχής είχε δει τα πάντα. Πείνα, εκτελέσεις, μπλόκα, μαυραγορίτες και μάνες που έκλαιγαν για ψωμί. Ο μεγάλος λιμός του χειμώνα 1941-42 είχε θερίσει χιλιάδες ανθρώπους, ενώ οι αντιστασιακές οργανώσεις δρούσαν με κίνδυνο ζωής. Το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΕΚΚΑ, μικρές ομάδες πολιτών, φοιτητών, εργατών και ιερέων κρατούσαν ζωντανή τη σπίθα της αξιοπρέπειας μέσα στην ασφυξία του τρόμου.

Το πρωί εκείνης της Πέμπτης, οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειψαν την Αθήνα με κατεύθυνση τον Πειραιά. Ο διοικητής Νοτίου Ελλάδας, αντιπτέραρχος Φέλμι, κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και λίγη ώρα αργότερα, στην Ακρόπολη, ένας στρατιώτης κατέβασε τη ναζιστική σημαία. Το ίδιο σημείο όπου, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, οι Κώστας Κουκίδης και Μανόλης Γλέζος είχαν γράψει ιστορία με την πράξη αντίστασής τους, έγινε ξανά σύμβολο ελευθερίας. Ο ήλιος έπεφτε πάλι πάνω στην ελληνική σημαία.

Μέσα σε λίγα λεπτά, οι Αθηναίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους. Στην Πανεπιστημίου, στο Σύνταγμα, στην Ομόνοια, άνθρωποι αγκαλιάζονταν με δάκρυα, άγνωστοι φιλιόντουσαν, παιδιά κρατούσαν σημαιάκια φτιαγμένα από χαρτί. «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…» τραγουδούσαν δυνατά. Ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς περιέγραψε τη στιγμή σαν όνειρο: «Ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες περνούσε τραγουδώντας· κρατούσαν μια σημαιούλα και φώναζαν, σαν να ξυπνούσαν από μακρύ εφιάλτη».

Ήταν μια μέρα μεθυσμένη από φως. Μα την ίδια στιγμή, κάτω από τον ενθουσιασμό, κρυβόταν το προμήνυμα μιας δύσκολης συνέχειας. Η απελευθέρωση δεν σήμαινε και ειρήνη. Στην Αθήνα υπήρχε κενό εξουσίας, ο ΕΛΑΣ είχε απλωθεί σε όλη την πόλη, οι βρετανικές δυνάμεις πλησίαζαν, οι πολιτικές αντιθέσεις φούντωναν. Ήδη στις συνοικίες της Καισαριανής και του Περισσού ακούγονταν τα πρώτα συνθήματα, μαζί και οι πρώτες αντεγκλήσεις. Η χαρά και η ανησυχία συμβίωναν στην ίδια πλατεία.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου επέστρεψε στην ελεύθερη Αθήνα ως πρωθυπουργός της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου “Μεγάλη Βρεταννία”, μπροστά σε πλήθος που ζητωκραύγαζε, είπε τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Η Ελλάδα ολόκληρη αναπνέει ελεύθερη». Ήταν μια υπόσχεση, αλλά και μια αυταπάτη· οι επόμενοι μήνες θα έφερναν τις πιο βαθιές πληγές του Εμφυλίου.

Η 12η Οκτωβρίου, όσο κι αν συγκινεί, δεν καθιερώθηκε ποτέ ως επίσημη εθνική εορτή. Κάποιοι λένε πως ήταν «μόνο» η απελευθέρωση της Αθήνας, όχι όλης της Ελλάδας. Άλλοι πως η πολιτική πόλωση των επόμενων χρόνων δεν άφησε χώρο για ενιαία μνήμη. Όπως κι αν έχει, η μέρα αυτή κουβαλά μια αλήθεια που ξεπερνά τους τίτλους: είναι η στιγμή που ο λαός, ρακένδυτος αλλά περήφανος, ύψωσε ξανά το βλέμμα του στον ουρανό.

Σαν σήμερα, λοιπόν, η Αθήνα ελευθερώθηκε. Όχι μόνο από τους κατακτητές, αλλά κι από τον φόβο. Οι δρόμοι που είχαν μάθει να σιωπούν, γέμισαν ήχους. Κι αν η ελευθερία δεν κράτησε ανέφελη, η μνήμη εκείνης της μέρας μένει αναλλοίωτη: η πόλη των μαρτυρίων, των μπλόκων και της πείνας, έγινε πάλι η πόλη του φωτός. Και το φως, από τότε, δεν έσβησε ποτέ, όσο υπάρχουν άνθρωποι που θυμούνται τι σημαίνει να ξυπνάς ελεύθερος.