Σαν σήμερα, στις 17 Οκτωβρίου 1915, η Ελλάδα απέρριψε μια πρόταση που θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία του ελληνισμού: την προσφορά της Μεγάλης Βρετανίας να της παραχωρήσει την Κύπρο, με αντάλλαγμα την είσοδό της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Ήταν μια στιγμή που ένωσε μέσα της τη διπλωματία, τον φόβο, τις προσωπικές φιλοδοξίες και ίσως μια ιστορική χαμένη ευκαιρία.

Η πρόταση των Βρετανών

Το 1915, η Ευρώπη φλεγόταν. Οι Σύμμαχοι (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) πίεζαν την ουδέτερη Ελλάδα να συνταχθεί μαζί τους. Ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, σερ Φράνσις Έλιοτ, μετέφερε στην ελληνική κυβέρνηση μια πρόταση που έμοιαζε δελεαστική: «Αν η Ελλάδα πολεμήσει υπέρ της Αντάντ, θα της δοθεί η Κύπρος».

Η Μεγάλη Βρετανία είχε ήδη προσαρτήσει το νησί από το 1914, μετά την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών. Μέχρι τότε, η Κύπρος τελούσε υπό βρετανική διοίκηση από το 1878, ύστερα από συμφωνία «ενοικίασης» με τους Οθωμανούς. Όμως το 1915, για πρώτη φορά, η Λευκωσία βρέθηκε στο τραπέζι των μεγάλων διαπραγματεύσεων και η Αθήνα κρατούσε το χαρτί στα χέρια της.

Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, αν και επίσημα ουδέτερη, βρισκόταν κάτω από την ισχυρή επιρροή του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’. Ο Κωνσταντίνος, σύζυγος της αδελφής του Κάιζερ Γουλιέλμου της Γερμανίας, υποστήριζε τη μη εμπλοκή της Ελλάδας, φοβούμενος τις επιπτώσεις ενός πολέμου για τον οποίο ο ελληνικός στρατός δεν ήταν έτοιμος.

Απέναντι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωθυπουργός μέχρι λίγους μήνες πριν, πίεζε υπέρ της συμμετοχής στο πλευρό των Συμμάχων. Θεωρούσε ότι η Ελλάδα μπορούσε να αποκομίσει εδαφικά οφέλη και να ενισχύσει τη θέση της στα Βαλκάνια. Όμως το χάσμα ανάμεσα στους δύο άνδρες είχε ήδη διχάσει τη χώρα, προαναγγέλλοντας τον Εθνικό Διχασμό.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η πρόταση της Βρετανίας έφτασε στο υπουργικό συμβούλιο. Ο Ζαΐμης την απέρριψε, δηλώνοντας ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο «δεν θα ωφελήσει ούτε τη Σερβία ούτε την ίδια τη χώρα». Ήταν μια διπλωματική απάντηση, αλλά η ουσία ήταν σαφής: η Ελλάδα δεν επρόκειτο να πάρει θέση ούτε για την Κύπρο.

Μια ευκαιρία που χάθηκε;

Πολλοί ιστορικοί χαρακτήρισαν εκείνη την άρνηση ως μια από τις μεγαλύτερες χαμένες ευκαιρίες του ελληνισμού. Ο βουλευτής Κ. Ζαβιτσάνος την αποκάλεσε «παραφροσύνη», ενώ εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι «η Κύπρος χάθηκε χωρίς να ριχθεί ούτε μια τουφεκιά».

Υπήρξαν βέβαια και πιο ψύχραιμες φωνές. Αρκετοί πίστευαν πως ακόμη κι αν η Ελλάδα αποδεχόταν την προσφορά, η Βρετανία δύσκολα θα τηρούσε την υπόσχεσή της. Η Κύπρος αποτελούσε κομβικό σημείο για τη βρετανική παρουσία στη Μεσόγειο, στρατηγικό πέρασμα προς τη Μέση Ανατολή και τη Διώρυγα του Σουέζ. Ένα τόσο πολύτιμο προτεκτοράτο, έλεγαν, δεν θα παραχωρούνταν εύκολα, ιδίως εν μέσω πολέμου.

Και το μετά

Δύο χρόνια αργότερα, το 1917, η Ελλάδα μπήκε τελικά στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, χωρίς κανένα «αντάλλαγμα». Η Κύπρος έμεινε βρετανική αποικία, και το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα επανήλθε από τον κυπριακό λαό, με αποκορύφωμα τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ (1955–1959).

Μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης το 1923, η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου, κι έτσι το 1925 το νησί ανακηρύχθηκε επίσημα αποικία του Στέμματος. Η «χαμένη» ευκαιρία του 1915 είχε πια περάσει στην ιστορία, ως υπενθύμιση του πόσο καθοριστικές είναι οι στιγμές που μοιάζουν μικρές τη στιγμή που συμβαίνουν.

Το «όχι» της Ελλάδας δεν ήταν απόρριψη ενός δώρου, ήταν επιλογή επιβίωσης μέσα σε έναν κόσμο που κατέρρεε. Αν η Ελλάδα δεχόταν, ίσως η ιστορία να είχε γραφτεί αλλιώς. Ίσως όμως και όχι. Η απόφαση του 1915 δείχνει πως, κάποιες φορές, τα έθνη δεν γράφουν την ιστορία τους με μεγάλες κινήσεις, αλλά με όσα επιλέγουν να μην κάνουν.

Σαν σήμερα,
λοιπόν, θυμόμαστε όχι μόνο μια χαμένη Κύπρο, αλλά κι έναν λαό που βρέθηκε στο σταυροδρόμι της Ιστορίας, ανάμεσα στην προσφορά των μεγάλων και την αμφιβολία για το τίμημά της.