Σαν σήμερα, 16 Οκτωβρίου 1961, έκανε πρεμιέρα στην Αθήνα μια ταινία που έμελλε να περάσει στην ιστορία όχι μόνο για την καλλιτεχνική της αξία, αλλά και για τον διωγμό που υπέστη. Ήταν η «Συνοικία το Όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη, μια ταινία τόσο ρεαλιστική, που η ίδια η πραγματικότητα δεν την άντεξε.
Η Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του ’60 ζούσε τη μεταπολεμική της μελαγχολία. Η ανοικοδόμηση είχε αρχίσει, αλλά οι φτωχογειτονιές της Αθήνας -τα παραπήγματα στον Ασύρματο, στον Βύρωνα, στου Φιλοπάππου- έμεναν πίσω, λες και ο χρόνος είχε κολλήσει εκεί. Ο Αλεξανδράκης, στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να ρισκάρει. Να αφήσει πίσω του τις ρομαντικές κομεντί και να γυρίσει μια ταινία για τους «αόρατους» της πόλης. Τον βοήθησαν ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης και ο σεναριογράφος Κώστας Κοτζιάς, ενώ τη μουσική ανέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης, που έγραψε ένα από τα πιο συγκλονιστικά τραγούδια του: «Βρέχει στη φτωχογειτονιά».
Η ιστορία απλή και σπαρακτική: Ο Ρίκος, ένας πρώην κατάδικος (τον υποδύεται ο ίδιος ο Αλεξανδράκης), προσπαθεί να ξαναχτίσει τη ζωή του μέσα στη φτώχεια και την κοινωνική απόρριψη. Η αγαπημένη του, η Στέφη (Αλίκη Γεωργούλη), χάνεται μέσα στη μιζέρια της συνοικίας. Ο Μάνος Κατράκης, ως «Νεκροφόρας», συμβολίζει την αξιοπρέπεια του λαού που δεν το βάζει κάτω, κι ας κουβαλάει το βάρος της δυστυχίας των άλλων. Δίπλα τους, η Αλέκα Παΐζη, με μια ερμηνεία-μάθημα ανθρωπιάς.
Η κάμερα του Αλεξανδράκη κινείται στους χωματόδρομους και στα στενά, μέσα στα σπίτια με τις τσίγκινες σκεπές, στους λόφους όπου τα παιδιά τρέχουν ξυπόλυτα. Για πρώτη φορά, ο ελληνικός κινηματογράφος τολμούσε να δείξει αυτό που όλοι ήξεραν αλλά κανείς δεν έδειχνε: την άλλη Αθήνα, τη φτωχή, την περιφρονημένη, την αληθινή.
Κι όμως, αυτό το όνειρο σύντομα έγινε εφιάλτης. Την ημέρα της πρεμιέρας, η αστυνομία εισέβαλε στην κινηματογραφική αίθουσα και διέκοψε την προβολή, κόβοντας τον ηλεκτρισμό. Η κατηγορία; Ότι η ταινία «δυσφημούσε την Ελλάδα στο εξωτερικό». Η χώρα που πάλευε να δείξει ένα λαμπερό, τουριστικό πρόσωπο δεν ήθελε να βλέπει την εξαθλίωση της φτωχογειτονιάς της. Οι αρχές απαγόρευσαν την προβολή της, απαίτησαν αλλαγές και έκοψαν σκηνές ολόκληρες. Ο Αλεξανδράκης έμεινε συντετριμμένος. Το «όνειρο» του ρεαλιστικού κινηματογράφου που είχε οραματιστεί πνίγηκε μέσα στην κρατική λογοκρισία.
Η οικονομική ζημιά ήταν τεράστια. Ο ίδιος είχε χρηματοδοτήσει προσωπικά την παραγωγή και, μετά την αποτυχία στις αίθουσες, πούλησε τα δικαιώματα για να ξεχρεώσει. Δεν ξανασκηνοθέτησε ποτέ. «Μου στοίχισε ψυχικά και οικονομικά όσο τίποτα άλλο», θα πει αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, η «Συνοικία το Όνειρο» απέσπασε βραβείο φωτογραφίας και β’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1961, ενώ στο εξωτερικό -ιδίως στις χώρες του ανατολικού μπλοκ- εκτιμήθηκε βαθιά για τον κοινωνικό της ρεαλισμό.
Σήμερα, η ταινία θεωρείται ορόσημο του ελληνικού νεορεαλισμού. Ο Αλεξανδράκης, προτού ακόμα η έννοια του «κοινωνικού κινηματογράφου» μπει στα εγχειρίδια, τόλμησε να δείξει το περιθώριο ως κέντρο. Να δώσει φωνή στους σιωπηλούς, αξιοπρέπεια στους φτωχούς και ποίηση στη λάσπη. Δεν είναι τυχαίο ότι, εξήντα χρόνια μετά, σκηνές της ταινίας διδάσκονται σε κινηματογραφικές σχολές ως παράδειγμα φωτισμού, ειλικρίνειας και ανθρωπιάς.
Η «Συνοικία το Όνειρο» δεν είναι απλώς μια ταινία· είναι μια μαρτυρία εποχής. Μια υπενθύμιση ότι η τέχνη, όταν λέει αλήθειες, πληρώνει ακριβά. Και πως οι μεγάλοι δημιουργοί, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, συχνά καίγονται από το ίδιο τους το φως.
Σαν σήμερα λοιπόν, η πρεμιέρα που κόπηκε στη μέση γράφει τη δική της σελίδα στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Μια «συνοικία» που έγινε όνειρο, γιατί τόλμησε να πει την αλήθεια κι ένα όνειρο που έγινε εφιάλτης, γιατί η αλήθεια τρόμαξε εκείνους που δεν άντεχαν να τη δουν.