Στις 24 Οκτωβρίου 1963 η Σουηδική Ακαδημία ανακοίνωσε ότι απονέμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Γιώργο Σεφέρη, καθιστώντας τον πρώτο Έλληνα που λάμβανε τη μέγιστη αυτή διεθνή διάκριση.
Το σκεπτικό τόνιζε το «υπέροχο λυρικό ύφος του» και την έμπνευση που αντλούσε από «το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», αναγνωρίζοντας έτσι μια ποιητική φωνή που συνέδεε τον μοντερνισμό με τη διαχρονία της ελληνικής γλώσσας. Η τελετή απονομής πραγματοποιήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 στο δημαρχείο της Στοκχόλμης, όπου ο Σεφέρης παρέλαβε το βραβείο από τον βασιλιά Γουσταύο Αδόλφο ΣΤ’.
Η ανακοίνωση και το σκεπτικό
Η είδηση έφτασε στην Αθήνα με τηλεγράφημα το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου. Ο ήδη διεθνώς αναγνωρισμένος ποιητής είχε βρεθεί στη λίστα των υποψηφίων και το 1955 και το 1961, ενώ το 1963 η επιτροπή κλήθηκε να επιλέξει ανάμεσα σε ισχυρά ονόματα της παγκόσμιας γραμματολογίας. Με την απόφαση εκείνη η Ακαδημία ανέδειξε το έργο ενός δημιουργού που χωρίς να έχει να επιδείξει μεγάλο όγκο παραγωγής, είχε καταστεί «σύμβολο μονίμου διαρκείας» για τον νεοελληνικό λόγο. Ο ίδιος, στην πρώτη δήλωσή του, έκανε λόγο για χειρονομία αλληλεγγύης προς τη «ζωντανή πνευματική Ελλάδα».
Η σχετική διαδικασία εκείνης της χρονιάς περιελάμβανε περίπου 80 προτάσεις. Στο τελικό στάδιο εξετάστηκαν σημαντικοί συγγραφείς και ποιητές της εποχής, με την επιτροπή να καταλήγει ότι η βράβευση του Σεφέρη αποτελούσε ταυτόχρονα αναγνώριση μιας γλωσσικής περιοχής που είχε καθυστερήσει να εκπροσωπηθεί σε αυτό το επίπεδο. Η απόφαση ερμηνεύτηκε και ως φόρος τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, σε συνέχεια ατυχιών που είχαν συνοδεύσει παλαιότερες ελληνικές υποψηφιότητες.
Στο δείπνο της βράβευσης ο Γιώργος Σεφέρης εκφώνησε την εμβληματική ομιλία του στα γαλλικά. Με κεντρικό άξονα τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και την αξία του μέτρου και της δικαιοσύνης, μίλησε για μια «μικρή χώρα» με «τεράστια παράδοση» που παραδόθηκε «χωρίς διακοπή».
Υπογράμμισε την ανάγκη της ποίησης σε έναν κόσμο «τυραννισμένο από φόβο και ανησυχία», ορίζοντάς την ως πράξη εμπιστοσύνης και ανθρώπινη ανάσα που «κινδυνεύει να σβήσει από στέρηση αγάπης» και όμως «ξαναγεννιέται». Με αναφορές στον Ηράκλειτο, τον Οιδίποδα και τον ρόλο της ποίησης απέναντι στα «τέρατα» του καιρού, ο Σεφέρης ανέδειξε μια οικουμενική ηθική πέρα από τα εθνικά σύνορα.
Η υποδοχή στην Ελλάδα
Παρά τη σπουδαιότητα της διάκρισης, η πρώτη υποδοχή στο εσωτερικό της χώρας ήταν μάλλον συγκρατημένη, καθώς η προεκλογική περίοδος (είχαν προκηρυχθεί εκλογές στις 3 Νοεμβρίου 1963) κυριαρχούσε στα πρωτοσέλιδα. Με τον χρόνο, η σημασία του Νόμπελ καταγράφηκε ως μείζον γεγονός για τα ελληνικά γράμματα: ο ποιητής, διπλωμάτης καριέρας και πρόσωπο με ευρωπαϊκή παιδεία, λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στο εγχώριο λογοτεχνικό κεκτημένο και στη διεθνή σκηνή επανασυστήνοντας την ελληνικότητα μέσα από σύγχρονους κώδικες.
Η διπλωματική ιδιότητα επηρέασε το ύφος και το βλέμμα του: νηφάλιο, υπαινικτικό, με αίσθηση μέτρου και ιστορικής συνείδησης. Χρόνια αργότερα, στις 28 Μαρτίου 1969, ο Σεφέρης θα λάβει δημόσια θέση κατά της δικτατορίας, μια πράξη με συμβολικό βάρος για τον πνευματικό κόσμο της χώρας. Ο θάνατός του, στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, στάθηκε αφορμή για την εκδήλωση σιωπηρής διαμαρτυρίας εναντίον του καθεστώτος κατά την κηδεία του· ήταν μια στιγμή όπου η ποίηση, η μνήμη και η πολιτική συνείδηση συναντήθηκαν.
Η βράβευση του 1963 συμπύκνωσε την ώσμωση μοντερνισμού και παράδοσης που υπηρετεί το έργο του Σεφέρη: από τη «Στροφή» έως τα «Ημερολόγια Καταστρώματος», η γλώσσα του ανασαίνει το αρχαίο και το σύγχρονο, το ιδιωτικό και το συλλογικό. Η επιρροή του υπήρξε πολυεπίπεδη: αισθητική, γλωσσική, ακόμη και παιδευτική, καθώς η ποίησή του έγινε τόπος συνάντησης για γενιές αναγνωστών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1979, το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη πιστοποίησε ότι το ελληνικό ποιητικό ρεύμα είχε αποκτήσει διαρκή διεθνή ακτινοβολία.
Πέρα από το συμβολικό «πρώτο» για τα ελληνικά γράμματα, το Νόμπελ του Σεφέρη θυμίζει ότι η περιορισμένη γλωσσική κλίμακα δεν είναι εμπόδιο όταν το έργο διαθέτει καθολικότητα. Η επιμονή του στην «ανθρώπινη ανάσα» της ποίησης, στη δικαιοσύνη ως μέτρο και στην ευθύνη του λόγου παραμένει επίκαιρη σε εποχές ανησυχίας και θορύβου. Εξήντα και πλέον χρόνια μετά, η επέτειος της 24ης Οκτωβρίου φωτίζει ξανά το διαρκές: μια ποίηση που χωρίς περιττές ρητορείες συνεχίζει να μιλά για τον άνθρωπο.
