Σαν σήμερα, στις 18 Οκτωβρίου του 1918, γεννήθηκε στα Χανιά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ένας άνθρωπος που δεν υπήρξε απλώς πολιτικός, αλλά κομμάτι της ίδιας της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας. Η ζωή του, μακρά όσο και ταραχώδης, υπήρξε καθρέφτης ενός αιώνα αλλαγών: από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ως τη Μεταπολίτευση και την ευρωπαϊκή εποχή.
Η πολιτική, για τον Μητσοτάκη, δεν ήταν επάγγελμα αλλά κληρονομιά. Γεννημένος σε οικογένεια που έφερε βαριά την παράδοση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ήταν σχεδόν προορισμένο να υπηρετήσει τη δημόσια ζωή. Όμως, δεν αρκέστηκε σε αυτό. Από τα πρώτα του βήματα έδειξε πως είχε δική του πυξίδα: ψύχραιμη, ρεαλιστική και μεθοδική.
Σπουδάζοντας Νομικά και Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είδε από κοντά τις αντιφάσεις μιας Ελλάδας που πάλευε να σταθεί όρθια. Και όταν ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν έμεινε αμέτοχος: πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και εντάχθηκε στην Αντίσταση της Κρήτης, πληρώνοντας το τίμημα με συλλήψεις και δύο καταδίκες σε θάνατο. Σώθηκε, κυριολεκτικά, από θαύμα και ίσως από τότε γεννήθηκε μέσα του η βεβαιότητα πως τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από την επιμονή.
Το 1946, μόλις στα 28 του, εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Από εκεί ξεκίνησε μια πορεία που θα διαρκούσε σχεδόν έξι δεκαετίες. Υπηρέτησε ως υπουργός σε κρίσιμα χαρτοφυλάκια και έγινε σημείο αναφοράς για τον ρεαλισμό και τη διορατικότητά του. Στη δεκαετία του ’60, μέσα στις ταραχές του «Ανένδοτου Αγώνα», ο Μητσοτάκης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, διεκδικώντας ισορροπία σε μια πολιτική σκηνή που διχάζονταν ανάμεσα σε πάθη και ιδεολογίες.
Η δικτατορία του 1967 τον ανάγκασε να φύγει στο εξωτερικό. Από το Παρίσι συνέχισε να αγωνίζεται ενάντια στο καθεστώς, πάντα με το ίδιο σταθερό βλέμμα προς τη δημοκρατία. Όταν επέστρεψε μετά το 1974, δεν βρήκε απλώς μια νέα Ελλάδα· βρήκε μια χώρα που χρειαζόταν επειγόντως ανθρώπους να τη νοικοκυρέψουν.
Ίδρυσε τους Νέους Φιλελεύθερους και λίγο αργότερα εντάχθηκε στη Νέα Δημοκρατία, φέρνοντας μαζί του έναν αέρα οικονομικού ρεαλισμού και ευρωπαϊκής προοπτικής. Το 1984 ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος και έξι χρόνια μετά, στις 11 Απριλίου 1990, έγινε πρωθυπουργός.
Η θητεία του (1990-1993) έμεινε στην ιστορία για τη νηφάλια προσήλωση σε μεταρρυθμίσεις που άλλοι απέφευγαν. Μίλησε για ιδιωτικοποιήσεις όταν ήταν ταμπού, για περιορισμό δαπανών όταν κυριαρχούσε ο κρατισμός, και για ανάγκη να «πληρώνουμε αυτά που αντέχουμε». Οι θέσεις του προκάλεσαν αντιδράσεις, αλλά οι ιδέες του – οικονομική ελευθερία, αξιοκρατία, εξωστρέφεια – έμελλε να δικαιωθούν αργότερα.
Στην εξωτερική πολιτική υπήρξε σταθερός και ψύχραιμος. Στο ζήτημα της ΠΓΔΜ, υπερασπίστηκε την ελληνική θέση χωρίς ρητορικές εξάρσεις, αλλά με ευρωπαϊκή στρατηγική. Και στα ελληνοτουρκικά, πίστευε ακράδαντα ότι η ισχύς της Ελλάδας βρίσκεται στην ψυχραιμία και στη διπλωματία.
Μετά την ήττα του 1993, αποσύρθηκε από την πρωθυπουργία αλλά όχι από τη δημόσια ζωή. Παρέμεινε βουλευτής έως το 2004 και επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ έως το τέλος του. Πάντα ήρεμος, με το γνωστό μειδίαμα που έκρυβε επιμονή και χιούμορ, έλεγε συχνά: «Στην πολιτική, όποιος βιάζεται, σκοντάφτει».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έζησε 98 χρόνια. Ήταν μάρτυρας σχεδόν ενός ολόκληρου αιώνα ελληνικής ιστορίας, από τις επαναστάσεις της Κρήτης μέχρι την εποχή των ευρωπαϊκών συνθηκών. Έφυγε στις 29 Μαΐου 2017, με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού, αφήνοντας πίσω του όχι μόνο μια πολιτική παρακαταθήκη αλλά και μια οικογένεια που συνεχίζει το έργο του: τη Δώρα Μπακογιάννη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που σήμερα υπηρετεί την ίδια θέση που κάποτε κατείχε ο πατέρας του.
Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε μόνο τη γέννηση ενός πολιτικού. Θυμόμαστε έναν άνθρωπο που πίστεψε ακράδαντα στη λογική μέσα στην πολιτική, στη δύναμη του μέτρου και στο χρέος απέναντι στην πατρίδα. Έναν Κρητικό που πέρασε μέσα από φωτιές, αλλά δεν έπαψε ποτέ να λέει:
«Η Ελλάδα μπορεί – αρκεί να το πιστέψουμε».