Σαν σήμερα, πριν από τριάντα έξι χρόνια, ένα γεγονός βύθισε τη Μυτιλήνη σε αμηχανία και φόβο. Ήταν 21 Οκτωβρίου 1989, παραμονή της μεγάλης ομιλίας του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης, όταν μια βόμβα εξερράγη αναπάντεχα στο σκοτάδι, σκοτώνοντας τον άνθρωπο που την κρατούσε. Ο νεκρός ήταν ο ανθυπασπιστής της Πολεμικής Αεροπορίας Μιχάλης Παυλής, ένας νέος με οικογένεια, γνωστός στην τοπική κοινωνία ως ήρεμος, εργατικός και διακριτικός.
Η έκρηξη σημειώθηκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα, σε ένα ερημικό σημείο κοντά στο λιμάνι. Ο ήχος της βόμβας συγκλόνισε τη γειτονιά, ενώ η φωτιά που ξέσπασε έριξε για λίγο φως πάνω σ’ ένα θέαμα που κανείς δεν θα ξεχνούσε: τα διαμελισμένα υπολείμματα ενός άνδρα, τα κομμάτια ενός ωρολογιακού μηχανισμού, και γύρω σιωπή. Οι πρώτοι αστυνομικοί που έφτασαν δεν κατάλαβαν καν τι είχε συμβεί. Το σκηνικό θύμιζε σκηνή από ταινία ψυχροπολεμικού θρίλερ.
Όταν κατέφθασε κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής από την Αθήνα, η εικόνα άρχισε να ξεκαθαρίζει ή μάλλον να σκοτεινιάζει περισσότερο. Ο Παυλής, σύμφωνα με τα ευρήματα, προσπαθούσε να τοποθετήσει έναν εκρηκτικό μηχανισμό χαμηλής ισχύος, με περίπου 500 γραμμάρια πυρίτιδας. Το ρολόι που είχε συνδεθεί στη βόμβα ήταν 12ωρο, πράγμα που σήμαινε ότι η έκρηξη προοριζόταν για νωρίτερα, πιθανώς πολλές ώρες πριν. Κάτι πήγε στραβά, και ο μηχανισμός εξερράγη πρόωρα.
Η υπόθεση όμως δεν έμεινε στα στενά όρια μιας «ατυχούς στιγμής». Ο Παυλής δεν ήταν τυχαίος πολίτης. Ήταν ανθυπασπιστής της Πολεμικής Αεροπορίας και, σύμφωνα με μαρτυρίες, συνεργαζόταν με την ΕΥΠ παρακολουθώντας τις τουρκικές αεροπορικές κινήσεις στο Αιγαίο. Ο αδελφός του, χρόνια αργότερα, θα τον περιέγραφε ως άνθρωπο με αριστερές ευαισθησίες, ιδεολόγο, και βαθιά απογοητευμένο από τον τρόπο που λειτουργούσε το σύστημα. Κι αυτό άνοιξε την πόρτα στις θεωρίες.
Η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» έσπευσε λίγες ημέρες αργότερα, στις 31 Οκτωβρίου, να δημοσιεύσει προκήρυξη, δίνοντας μια δική της- εντελώς διαφορετική- εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, ο Παυλής δεν ήταν πράκτορας, αλλά «αγωνιστής», ένας στρατιωτικός που αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί για τη στάση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις. Η οργάνωση υποστήριζε ότι η βόμβα ήταν χαμηλής ισχύος και ότι ο ίδιος δεν σκόπευε να προκαλέσει θύματα. Ήταν, έλεγαν, μια «συμβολική πράξη».
Στον αντίποδα, οι αρχές μίλησαν για «αυτοσχέδιο μηχανισμό» που πιθανότατα προοριζόταν για προβοκάτσια, ίσως και για αποσταθεροποίηση, δεδομένου ότι στο ίδιο σημείο θα μιλούσε λίγες ώρες μετά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης, χρόνια αργότερα, άφησε αιχμές για «σκέπασμα» της υπόθεσης και για πιθανή εμπλοκή παρακρατικών μηχανισμών, αναφέροντας μάλιστα τη διαβόητη «Κόκκινη Προβιά», το δίκτυο που είχε στηθεί την εποχή του Ψυχρού Πολέμου με σκοπό την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού».
Η Μυτιλήνη έζησε εκείνες τις ημέρες μέσα σε ένα μείγμα φόβου και περιέργειας. Οι φήμες διαδέχονταν η μία την άλλη: άλλοι μιλούσαν για μυστικές αποστολές, άλλοι για ιδεολογική πράξη, άλλοι για ανθρώπινο λάθος. Κανείς όμως δεν μπόρεσε να δώσει μια καθαρή απάντηση. Η επίσημη έρευνα δεν οδήγησε ποτέ σε σαφές πόρισμα. Το μόνο βέβαιο ήταν πως ένας άνθρωπος σκοτώθηκε κρατώντας μια βόμβα και πως εκείνη η βόμβα δεν είχε στόχο κανέναν άλλον πέρα από τον ίδιο.
Σαν σήμερα, η υπόθεση της Μυτιλήνης παραμένει ένας γρίφος της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ένα κομμάτι του παζλ της δεκαετίας του ’80, όπου το παρακράτος, οι μυστικές υπηρεσίες, οι ιδεολογίες και τα προσωπικά αδιέξοδα μπλέκονταν σ’ έναν ιστό σιωπών. Ο Μιχάλης Παυλής έμεινε στη μνήμη ως ένας άνθρωπος που «έσκασε μαζί με το μυστικό του».
Κάθε επέτειος εκείνης της νύχτας ξυπνά την ίδια απορία: τι πραγματικά συνέβη; Ήταν τρομοκρατία, ήταν διαμαρτυρία, ήταν αποστολή που χάλασε; Κανείς δεν το έμαθε ποτέ. Μόνο η Μυτιλήνη θυμάται ακόμα το φως που έσκισε το σκοτάδι εκείνης της νύχτας και έναν νεαρό ανθυπασπιστή που έμεινε για πάντα σύμβολο μιας εποχής όπου οι σκιές ήταν πιο δυνατές από τα φώτα.
