Σαν σήμερα, 23 Οκτωβρίου 1925, γεννήθηκε στην Ξάνθη ο Μάνος Χατζιδάκις· ο άνθρωπος που έκανε τη μουσική ελληνική και την Ελλάδα μουσική. Εκατό χρόνια μετά, η παρουσία του παραμένει παντού, στις νότες που αγαπήσαμε, στις λέξεις που ψιθυρίσαμε, στη σκέψη που τόλμησε να σταθεί απέναντι σε καθετί μικρό.
Γεννήθηκε σ’ ένα σπίτι που μύριζε Ανατολή και Κρήτη μαζί. Ο πατέρας του, δικηγόρος από το Ρέθυμνο, η μητέρα του, από την Ανδριανούπολη. Στα τέσσερα έπιασε για πρώτη φορά τα πλήκτρα του πιάνου, κι απ’ την πρώτη στιγμή, ο ήχος του έγινε προέκταση της ψυχής του. Όταν ήρθε στην Αθήνα με τη μητέρα του, παιδί ακόμα, δούλεψε σε ό,τι έβρισκε - φορτοεκφορτωτής, παγοπώλης, βοηθός σε νοσοκομείο - μα ποτέ δεν άφησε τη μουσική.
Ο Χατζιδάκις δεν υπήρξε απλώς συνθέτης. Ήταν ένας στοχαστής με μελωδία. Το 1949, όταν οι περισσότεροι απαξίωναν το ρεμπέτικο, εκείνος τόλμησε να δώσει μια διάλεξη που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που βλέπουμε το λαϊκό τραγούδι. Ήταν ο πρώτος που ένωσε τη λόγια μουσική με το λαϊκό συναίσθημα, και πάνω σ’ αυτή τη γέφυρα γεννήθηκαν αριστουργήματα: «Το φεγγάρι είναι κόκκινο», «Η Οδός Ονείρων», «Τα παιδιά του Πειραιά», το τελευταίο του χάρισε και Όσκαρ το 1960.
Όμως το μεγαλύτερό του βραβείο ήταν η ελευθερία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, όταν πολλοί σιωπούσαν, εκείνος αψήφησε τη λογοκρισία. Ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος, έδωσε εντολή να μεταδοθεί ο λογοκριμένος στίχος του Διονύση Σαββόπουλου από το «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Ένα μικρό ραδιοφωνικό θαύμα, που δήλωνε πως η τέχνη δεν υποτάσσεται ποτέ.
Αργότερα ίδρυσε την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να υπηρετήσει τη μουσική παιδεία και να φέρει νέους ανθρώπους κοντά στην ποίηση του ήχου. Γιατί πίστευε πως «ο πολιτισμός δεν είναι πολυτέλεια, είναι ανάγκη επιβίωσης».
Σαν σήμερα λοιπόν δεν θυμόμαστε απλώς έναν μεγάλο συνθέτη. Θυμόμαστε έναν άνθρωπο που υπερασπίστηκε την αισθητική, την ελευθερία, το δικαίωμα να σκέφτεσαι διαφορετικά. Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ανήκει στο παρελθόν· είναι μια νότα που ακόμη αντηχεί.
Κι όπως έλεγε ο ίδιος: «Η Ελλάδα θα πεθάνει αν δεν πεθάνει το ψέμα και η φαντασία». Μόνο που ο Μάνος δεν πέθανε ποτέ, απλώς συνεχίζει να παίζει, κάπου ανάμεσα στα σύννεφα και στα φώτα της σκηνής.