Σαν σήμερα, στις 30 Οκτωβρίου 2019, έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Σπανός, ο συνθέτης που κατάφερε να συναντήσει το Παρίσι με το Κιάτο, και τη γαλλική μπαλάντα να ακουμπήσει πάνω στην ελληνική ψυχή. Ένας δημιουργός που δεν χρειάστηκε ποτέ μεγάλα λόγια για να τον θυμούνται, γιατί απλά του αρκούσαν οι νότες.

Γεννημένος το 1934 στο Κιάτο, μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου η μουσική δεν ήταν αυτονόητη. Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και η μητέρα του ήθελε να τον δει «νοικοκύρη». Εκείνος όμως βρήκε το δρόμο του πίσω από ένα πιάνο, σιωπηλός, πεισματάρης, χωρίς να υποψιάζεται πως αργότερα θα γινόταν ένας από τους ανθρώπους που θα άλλαζε την μουσική της Ελλάδας.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 φεύγει για το Παρίσι. Εκεί, μέσα στα καφέ της Αριστερής Όχθης, ανάμεσα σε ποιητές και μποέμ, ο νεαρός Έλληνας γίνεται «Monsieur Spanos». Συνεργάζεται με την Ζιλιέτ Γκρεκό και τη Μπριζίτ Μπαρντό, ζει την πόλη σαν σπουδή στην ελευθερία και φέρνει πίσω κάτι πολύτιμο: την ευρωπαϊκή αίσθηση της απλότητας, αυτή που αργότερα θα γίνει το σήμα κατατεθέν του «Νέου Κύματος».

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Η Αθήνα άλλαζε, ο κόσμος άκουγε Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, αλλά ο Σπανός ήρθε να προσθέσει μια διαφορετική μουσική ανάσα: μικρές μελωδίες, καθαρές, που χωρούσαν σε μια κιθάρα και σε μια φωνή. Ήταν η εποχή των μπουάτ, των πρώτων ερωτευμένων στίχων που έσπαγαν τη βαριά σκιά του μεταπολεμικού τραγουδιού.

Με το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» έκανε την αρχή. Κι ύστερα ήρθαν δεκάδες τραγούδια που γράφτηκαν πάνω στις ζωές μας: «Οδός Αριστοτέλους», «Σπασμένο καράβι», «Ήρθες εψές». Μελοποίησε ποιητές όπως ο Καββαδίας, ο Παλαμάς, ο Σαχτούρης, και κατάφερε να φτιάξει έναν δρόμο ανάμεσα στο λόγιο και το λαϊκό, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να διαλέξει στρατόπεδο.

Όσοι τον γνώρισαν λένε πως δεν του άρεσε να μιλά για τον εαυτό του. «Οι συνεντεύξεις μου είναι τα τραγούδια μου», έλεγε. Δεν έκανε κοσμική ζωή, δεν διεκδίκησε τίποτα. Προτιμούσε τον κήπο του στο Κιάτο, τα φυτά και την ησυχία. Μοιάζει σχεδόν ποιητικό το ότι έφυγε εκεί, ήσυχα, όπως έζησε, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς σκηνοθετημένες αποχαιρετιστήριες δηλώσεις.

Κι όμως, λίγοι κατάφεραν όσα εκείνος. Έφερε στην ελληνική μουσική τον αέρα της Ευρώπης, αλλά κράτησε την καρδιά της Ελλάδας ζωντανή. Οι μελωδίες του δεν είχαν «προφορά», ήταν διεθνείς και ταυτόχρονα βαθιά ελληνικές.

Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε απλώς έναν συνθέτη. Θυμόμαστε τον άνθρωπο που απέδειξε ότι η απλότητα είναι τέχνη. Που κατάφερε, με δυο-τρεις νότες, να χωρέσει ολόκληρα καλοκαίρια, αποχωρισμούς, αγάπες και σιωπές.

Ο Γιάννης Σπανός μπορεί να έφυγε, αλλά ο ήχος του μένει, σαν φως που τρεμοπαίζει πάνω σ’ ένα παλιό πιάνο και ψιθυρίζει ακόμη:
«Μια αγάπη για το καλοκαίρι… κι ένα τραγούδι για πάντα.»