Σαν σήμερα, στις 27 Οκτωβρίου 1922, η Ιταλία ξύπνησε σε έναν νέο αιώνα που δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πόσο σκοτεινός θα γινόταν. Ο Μπενίτο Μουσολίνι, με μια χούφτα αποφασισμένων και χιλιάδες εξαγριωμένων, ξεκινούσε την περίφημη «Πορεία προς τη Ρώμη», ένα γεγονός που θα σηματοδοτούσε τη γέννηση του φασισμού ως κρατικής εξουσίας και την αρχή μιας εποχής που θα άλλαζε για πάντα την Ευρώπη.

Η Ιταλία του 1922 ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, μα οι υποσχέσεις για εδάφη και δόξα είχαν μείνει στα χαρτιά. Οι εργάτες απεργούσαν, οι αγρότες κατέλαβαν γη, οι βιομήχανοι πανικοβάλλονταν. Οι κυβερνήσεις έπεφταν η μία μετά την άλλη. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση, ο πρώην σοσιαλιστής Μουσολίνι κατάλαβε ότι ο φόβος μπορεί να ενώσει πιο αποτελεσματικά απ’ την ελπίδα. Έφτιαξε λοιπόν ένα νέο «κίνημα τάξης» με σημαία την πειθαρχία, τη στολή και τη γροθιά... τους περίφημους «μελανοχίτωνες».

Οι Camicie Nere δεν ήταν στρατός, ήταν θέαμα, τελετουργία και βία μαζί. Παρήλαυναν στις πόλεις, έδερναν τους αντιπάλους τους και φωτογραφίζονταν κάτω από ρωμαϊκές επιγραφές, σαν να ετοιμάζονταν να ξαναχτίσουν την Αυτοκρατορία. Ο Μουσολίνι τούς μιλούσε με ύφος ιεροκήρυκα και επιχειρηματία ταυτόχρονα, υποσχόταν δουλειές στους πλούσιους και τιμή στους φτωχούς.

Στα τέλη Οκτωβρίου, οι φασιστικές λεγεώνες συγκεντρώνονται γύρω από τη Ρώμη. Οι κυβερνητικοί διστάζουν, ο πρωθυπουργός Λουίτζι Φάκτα προτείνει στρατιωτικό νόμο, αλλά ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ αρνείται να τον υπογράψει. «Δεν θα πυροβολήσω Ιταλούς», λέει, και με μία μόνο φράση, παραδίδει την εξουσία χωρίς μάχη. Ο Μουσολίνι δεν χρειάστηκε καν να πορευτεί. Ήρθε με το νυχτερινό τρένο από το Μιλάνο, καλοντυμένος και ψύχραιμος, για να παραλάβει το τιμόνι της χώρας από τα ίδια της τα χέρια.

Η «Πορεία προς τη Ρώμη» κράτησε μόλις λίγες μέρες, αλλά η σκιά της θα απλωθεί για δεκαετίες. Μέσα σε λίγους μήνες, ο Μουσολίνι θα καταλύσει το κοινοβούλιο, θα εξοντώσει τους αντιπάλους του και θα χτίσει ένα κράτος που αγαπούσε τα σύμβολα πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους. Όταν αργότερα ο Χίτλερ θα αναζητήσει το δικό του πρότυπο, θα το βρει σ’ αυτήν ακριβώς την ιταλική «πορεία».

Κι όμως, το πιο τρομακτικό δεν είναι ότι οι φασίστες νίκησαν με τα όπλα. Είναι ότι δεν χρειάστηκε να τα χρησιμοποιήσουν. Νίκησαν με τη συναίνεση, με τον φόβο και με τη σιωπή εκείνων που πίστευαν πως «δεν θα κρατήσει πολύ». Η δημοκρατία δεν έπεσε από επίθεση, έπεσε από αμέλεια.

Έναν αιώνα μετά, η Πορεία προς τη Ρώμη δεν είναι απλώς μια παλιά ιστορία. Είναι καθρέφτης για κάθε εποχή που μπερδεύει τη δύναμη με τη σωτηρία και τη σιωπή με την ειρήνη. Γιατί, όπως αποδείχθηκε τότε, τα πουκάμισα μπορεί να αλλάζουν χρώμα, αλλά η απάθεια παραμένει το ίδιο επικίνδυνη.