Σαν σήμερα, ο κόσμος παρακολουθούσε, σχεδόν ζωντανά το τέλος μιας εποχής που είχε κρατήσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Ο Μουαμάρ Καντάφι, ο «αδελφός ηγέτης» της Λιβύης, ο εκκεντρικός στρατιωτικός που είχε υποσχεθεί στον λαό του επανάσταση και αξιοπρέπεια, βρέθηκε κυνηγημένος μέσα σε έναν σωλήνα αποχέτευσης στη Σίρτε, την ίδια πόλη όπου είχε γεννηθεί. Το ρολόι έγραφε 20 Οκτωβρίου 2011, και η ιστορία έκλεινε έναν κύκλο βίαια, μέσα σε σκόνη, αίμα και βίντεο από κινητά τηλέφωνα που έκαναν τον γύρο του πλανήτη.

Η ιστορία του Καντάφι ξεκινά το 1969, όταν νεαρός ακόμα αξιωματικός ανέτρεψε τον βασιλιά Ιντρίς και υποσχέθηκε να φέρει στη Λιβύη τη δικαιοσύνη του «λαού». Εθνικοποίησε τα πετρέλαια, μοίρασε πλούτο, έφτιαξε σχολεία και δρόμους. Για χρόνια, πολλοί τον είδαν σαν έναν Άραβα ήρωα, έναν νέο Νάσερ. Σύντομα όμως, το όραμα σκλήρυνε. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε ως απόλυτος άρχων μιας «Τζαμαχιρίας» -του «κράτους των μαζών» -που στην πράξη σήμαινε ότι όλα περνούσαν από τον ίδιο. Η ελευθερία έγινε σύνθημα, όχι πραγματικότητα. Οι αντίπαλοι εξαφανίζονταν, οι φυλακές γέμιζαν, και η Λιβύη μετατράπηκε σε μια χώρα πλούσια σε πετρέλαιο, αλλά φτωχή σε φωνές.

Όταν ήρθε η Αραβική Άνοιξη, το 2011, ο Καντάφι αρνήθηκε να πιστέψει πως θα μπορούσε να είναι ο επόμενος. «Ο λαός με αγαπάει», έλεγε. Μα η εξέγερση εξαπλώθηκε ραγδαία. Από τη Βεγγάζη ως τη Μισράτα, οι δρόμοι γέμισαν με διαδηλωτές, κι έπειτα με αντάρτες. Η διεθνής κοινότητα, ύστερα από μήνες αιματοχυσίας, παρενέβη. Η ΝΑΤΟϊκή επιχείρηση «Unified Protector» βομβάρδιζε θέσεις του καθεστώτος. Ο Καντάφι έβλεπε την αυτοκρατορία του να διαλύεται μέρα με τη μέρα.

Η τελευταία πράξη γράφτηκε στη Σίρτε, την πόλη που τον είχε αναδείξει και που θα τον κατάπινε. Στις 20 Οκτωβρίου, το κονβόι του προσπάθησε να διαφύγει, μα δέχτηκε αεροπορική επίθεση. Ο συνταγματάρχης τραυματίστηκε και κατέφυγε, μαζί με λίγους πιστούς, σε έναν σωλήνα αποχέτευσης στα περίχωρα. Λίγο αργότερα, εξεγερμένοι τον βρήκαν. Οι εικόνες που ακολούθησαν είναι χαραγμένες στη μνήμη του 21ου αιώνα: ένας άνθρωπος που άλλοτε καθόριζε τις τύχες μιας χώρας, παραδομένος στο πλήθος, με βλέμμα χαμένο, χωρίς πια εξουσία, χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς καν πρόσωπο.

Οι συνθήκες του θανάτου του παραμένουν μέχρι σήμερα σκοτεινές. Ήταν εκτέλεση; Ή μήπως χάος μέσα στην οργή του πλήθους;
Η Human Rights Watch μίλησε για εξωδικαστική δολοφονία, η ΝΑΤΟ αρνήθηκε ανάμειξη, και οι Λίβυοι διχάστηκαν. Για κάποιους, ήταν δικαιοσύνη. Για άλλους, ήταν μια ακόμη βαρβαρότητα.

Και ύστερα; Ήρθε η ελευθερία, αλλά όχι η ειρήνη. Η Λιβύη βυθίστηκε σε χάος. Οι φατρίες διαμελίζουν τη χώρα, οι πολιτοφυλακές αντικατέστησαν τους θεσμούς, και η «μετα-Καντάφι» εποχή αποδείχθηκε πιο επικίνδυνη από την προηγούμενη. Από τότε, η χώρα παλεύει να βρει σταθερότητα, διχασμένη ανάμεσα σε κυβερνήσεις, στρατηγούς και ξένες επιρροές.

Η 20ή Οκτωβρίου δεν είναι απλώς η ημερομηνία ενός θανάτου. Είναι η υπενθύμιση πως οι δικτάτορες δεν πέφτουν ποτέ ήσυχα, και πως οι λαοί, όταν διψούν για ελευθερία, μπορούν να σαρώσουν ακόμη και τα πιο σιδερένια καθεστώτα, αλλά το αύριο, συχνά, δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκαν. Ο Καντάφι πέθανε μέσα στη σκόνη της Σίρτε, μα το φάντασμά του πλανιέται ακόμη πάνω από τη Λιβύη. Κι ίσως, όπως συμβαίνει πάντα μετά το τέλος μιας απολυταρχίας, η πιο δύσκολη μάχη να μην είναι εκείνη της ανατροπής, αλλά της οικοδόμησης ενός κράτους που δεν χρειάζεται πια «ηγέτη».