Σαν σήμερα, στις 15 Οκτωβρίου του 1966, ιδρύεται στο Όουκλαντ της Καλιφόρνιας το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων για Αυτοάμυνα (Black Panther Party for Self-Defense), από τους φοιτητές Huey P. Newton και Bobby Seale, μια στιγμή ορόσημο στην ιστορία του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών.

Η μεταβολή του ονόματος λίγο αργότερα σε Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων (Black Panther Party, BPP) σηματοδοτεί μια ευρύτερη ιδεολογική στροφή: από την απλή αυτοάμυνα στον ανοιχτό πολιτικό ακτιβισμό και στη δημιουργία κοινοτικών προγραμμάτων.

Το BPP οικοδομήθηκε επάνω σε ένα μείγμα εθνικισμού των μαύρων, σοσιαλιστικής σκέψης και ιδεών γύρω από την αυτοάμυνα. Η απόφαση να προστατεύει τις μαύρες κοινότητες από την αστυνομική καταστολή δεν ήταν απλά στρατηγική ήταν πολιτική επιλογή ενάντια στην κρατική και συστηματική βία.

Βασικό εργαλείο του κόμματος υπήρξε το δεκάπρακτο «Ten Point Program», μία σειρά αιτημάτων και αρχών που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, πλήρη απασχόληση, αξιοπρεπή εκπαίδευση και στέγαση, παύση της αστυνομικής βίας και αποσυμφόρηση των μαύρων από το στράτευμα. Το πρόγραμμα αυτό έθεσε τόσο μια πρακτική ατζέντα όσο και ένα ιδεολογικό πλαίσιο που στόχευε στο να συνδέσει την καθημερινή ζωή της κοινότητας με τις ευρύτερες δομές καταπίεσης.

Από τα πρώτα του βήματα, το BPP δεν περιορίστηκε σε λόγια οργάνωσε πολιτικές δράσεις όπως ο έλεγχος της αστυνομίας (copwatching), κατάρτισε κοινωνικά προγράμματα όπως το Free Breakfast for Children, και λειτούργησε κινητές κλινικές υγείας. Το κόμμα κατάφερε να αποκτήσει παρουσία σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ, ιδρύοντας παραρτήματα σε Σικάγο, Σιάτλ, Φιλαδέλφεια και αλλού.

Η δράση του BPP δεν έμεινε χωρίς αντίκτυπο: τα προγράμματά του χάρη στην άμεση επίδρασή τους στην κοινότητα, αλλά και η αμφιλεγόμενη αντιπαράθεσή του με το κράτος, το έκαναν ταυτόχρονα σύμβολο και στόχο. Ο J. Edgar Hoover, διευθυντής του FBI τότε, χαρακτήρισε το κόμμα «τη μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια των ΗΠΑ». Υπό τη σκιά της παρακολούθησης, της καταστολής και των εσωτερικών συγκρούσεων, η επιρροή του BPP άρχισε να φθίνει στα τέλη της δεκαετίας του ’70, και το κόμμα διαλύθηκε περίπου το 1982.

Η ίδρυση των Μαύρων Πανθήρων συνέβη σε μια περίοδο οξείας κρίσης για την αμερικανική κοινωνία, την εποχή της κινητοποίησης για τα πολιτικά δικαιώματα, της αντίστασης ενάντια στον ρατσισμό, αλλά και της απογοήτευσης από τις περιορισμένες νίκες των παλιότερων μη βίαιων κινημάτων.

Η δολοφονία του Malcolm X το 1965 είχε συμβολικό βάρος και άφησε στην αφροαμερικανική κοινότητα την ανάγκη για πιο ριζοσπαστικές μορφές αντιπαράθεσης. Ταυτοχρόνως, η αμερικανική εξωτερική πολιτική, ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι ταξικές ανισότητες ενίσχυαν το αίσθημα αδικίας και την ανάγκη για συνολική κοινωνική ανασύνταξη.

Στο πλαίσιο αυτό, το BPP λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στην καταπιεσμένη κοινότητα και τη ριζοσπαστική σκέψη: δεν ήταν απλώς οργάνωση αντίστασης αλλά εστία κινηματικής δημιουργίας και πειραματισμού. Η απήχηση που είχε υπήρξε πολλαπλή: δημιούργησε πολιτικές συζητήσεις, συγχώνευσε προγράμματα κοινοτικής πρόνοιας με ριζοσπαστική θεωρία και ενέπνευσε μικρότερες κινήσεις και ομάδες μέσα και έξω από τις ΗΠΑ.

Παράδοση και επίδραση στη σύγχρονη εποχή

Η κληρονομιά των Μαύρων Πανθήρων δεν έσβησε με τη διάλυσή τους. Οι ιδέες για αυτοδιάθεση, κοινοτική αλληλεγγύη και αγώνα ενάντια στη συστημική βία συνεχίζουν να τροφοδοτούν σύγχρονα κινήματα όπως το Black Lives Matter. Το ντοκιμαντέρ The Black Panthers: Vanguard of the Revolution καταγράφει τόσο την ακμή όσο και την παραμόρφωση της οργάνωσης υπό την πίεση του κράτους και των εσωτερικών αντιφάσεων.

Επιπλέον, νεότερες ομάδες, όπως η New Panther Vanguard Movement, ιδρυμένη επίσης μια 15η Οκτωβρίου (το 1994) προσπάθησαν να αναβιώσουν στοιχεία της παλιάς παράδοσης, προσαρμόζοντάς τα σε μεταγενέστερα κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα.

Η ημερομηνία αυτή, δεν είναι απλά ένα ορόσημο μνήμης. Είναι υπενθύμιση ότι οι κοινωνικοί αγώνες δεν ξεκινούν και δεν τελειώνουν με ημερομηνίες.


Η ιστορία του BPP αποτυπώνει τη διαρκή πάλη ενάντια στην αδικία, την ανάγκη για συλλογική οργάνωση και την πρόκληση που εξακολουθεί να αποτελεί για τις καταπιεσμένες κοινότητες: να αξιοποιούν τις δυνάμεις τους, να κατανοούν τη δύναμή τους και να συνθέτουν θεωρία και δράση.