Σαν σήμερα, στις 8 Οκτωβρίου του 2016, έσβησε σε ηλικία 103 ετών ο Στυλιανός Παττακός. Ο τελευταίος εν ζωή από τους πρωτεργάτες της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, ο άνθρωπος με το μυστρί, όπως έμεινε στη συλλογική μνήμη. Πέθανε ήσυχα στο σπίτι του στην Αθήνα, σχεδόν μισό αιώνα μετά την πτώση του καθεστώτος που υπηρέτησε με φανατισμό και αυταρχισμό.
Η είδηση του θανάτου του πέρασε σχεδόν αθόρυβα, σαν ένα κεφάλαιο της Ιστορίας που είχε ήδη κλείσει, μα όχι ξεχαστεί. Ήταν ο τελευταίος κρίκος μιας εποχής που σημάδεψε βαθιά τη μεταπολεμική Ελλάδα: εκείνης της επτάχρονης περιόδου της χούντας, που βύθισε τη χώρα στο σκοτάδι της λογοκρισίας, των φυλακίσεων και των εξοριών.
Γεννημένος το 1912 στην Αγία Παρασκευή Ρεθύμνου, ο Στυλιανός Παττακός ακολούθησε στρατιωτική καριέρα, αποφοιτώντας από τη Σχολή Ευελπίδων. Υπηρέτησε στα τεθωρακισμένα και πολέμησε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Στρατιώτης πειθαρχημένος, με φιλοδοξίες, αλλά και έντονη πίστη στη «τάξη» και την «πειθαρχία».
Μετά τον Εμφύλιο, ανήκε στη γενιά των αξιωματικών που θεωρούσαν πως ο στρατός είναι θεματοφύλακας του έθνους. Από εκεί γεννήθηκε και η ιδέα του πραξικοπήματος. Στις 21 Απριλίου του 1967, μαζί με τους Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο, οδήγησαν τα άρματα στους δρόμους της Αθήνας, ανατρέποντας τη νόμιμη κυβέρνηση.
Ο Παττακός, επικεφαλής των τεθωρακισμένων, ήταν ο άνθρωπος που «άνοιξε» τον δρόμο προς το Προεδρικό Μέγαρο. Την ίδια νύχτα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βρισκόταν στο Παρίσι και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έμενε αποσβολωμένος μπροστά στο τετελεσμένο.
Ο υπουργός με το μυστρί
Στη διάρκεια της χούντας, ο Παττακός ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών και αργότερα αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Ήταν ο άνθρωπος των έργων και των θεμελιώσεων ή, τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει. Εμφανιζόταν σε κάθε δημόσια τελετή κρατώντας ένα μυστρί, φωτογραφιζόταν με πλατύ χαμόγελο και θεμελίωνε με κάθε ευκαιρία «ένα νέο έργο του καθεστώτος».
Το μυστρί έγινε το σήμα κατατεθέν του, σύμβολο μιας προπαγάνδας που ήθελε να δείχνει έργο την ώρα που στις φυλακές και τα ξερονήσια βασανίζονταν χιλιάδες πολίτες. Εκείνος, ως «πατέρας του έθνους», πίστευε ακράδαντα ότι η Ελλάδα χρειαζόταν σιδερένιο χέρι.
Η πτώση της χούντας το 1974 τον βρήκε μαζί με τους άλλους πρωτεργάτες στο εδώλιο. Στη Δίκη των Πρωταιτίων, το 1975, ο Παττακός καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια.
Στις φυλακές Κορυδαλλού πέρασε δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που αποφυλακίστηκε το 1990 για λόγους υγείας. «Ησυχία δεν υπάρχει χωρίς τάξη», είχε δηλώσει λίγο αργότερα, δείχνοντας πως δεν μετανόησε ποτέ.
Σε συνεντεύξεις του, μέχρι και σε προχωρημένη ηλικία, αρνιόταν ότι βασανίστηκαν άνθρωποι «μόνο ο Παναγούλης και ο Μουστακλής», έλεγε χαρακτηριστικά. Για πολλούς, αυτή η αμετανόητη στάση τον τοποθέτησε οριστικά στο σκοτάδι της Ιστορίας.
Ο τελευταίος ενός καθεστώτος
Όταν πέθανε, στα 103 του χρόνια, πολλοί σχολίασαν ότι «έφυγε ο τελευταίος των πραξικοπηματιών». Για άλλους ήταν απλώς ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που παρέμεινε πιστός στις ιδέες του μέχρι τέλους. Για την Ιστορία, όμως, ήταν ο στρατιώτης που γύρισε τα όπλα προς το ίδιο του το κράτος.
Η μορφή του Στυλιανού Παττακού έμεινε ως υπενθύμιση: πως η αυταρχική εξουσία, ακόμη κι όταν ντύνεται με στολή και μιλά για πατρίδα, καταλήγει να φυλακίζει τους ίδιους τους πολίτες της. Και πως, κάποτε, η Ιστορία με ή χωρίς μυστρί θεμελιώνει τη δική της δικαιοσύνη.