Σαν σήμερα, 19 Οκτωβρίου 1980, η Ελλάδα επανεντάσσεται στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ύστερα από έξι χρόνια απουσίας που είχαν σημαδευτεί από την κυπριακή τραγωδία, τις ελληνοτουρκικές εντάσεις και τη μεταπολιτευτική ανασυγκρότηση. Η απόφαση της κυβέρνησης του Γεωργίου Ράλλη προκάλεσε τότε βαθιές πολιτικές αντιδράσεις, αλλά και σηματοδότησε τη σταθερή πορεία της χώρας στη Δύση, μια επιλογή που καθόρισε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική της ταυτότητα.
Η αποχώρηση του 1974
Για να κατανοήσει κανείς το βάρος της απόφασης του 1980, πρέπει να επιστρέψει στο καλοκαίρι του 1974. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, εν μέσω της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (Αττίλας ΙΙ), η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ήταν μια πολιτική κίνηση με σαφές μήνυμα: η Ελλάδα θεωρούσε ότι η Συμμαχία είχε αποτύχει να αποτρέψει τη στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας, αφήνοντας τον ελληνισμό εκτεθειμένο.
Η χώρα παρέμεινε, ωστόσο, στο πολιτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ένα συμβιβαστικό σχήμα που διατηρούσε τις γέφυρες με τη Δύση, ενώ εξέφραζε την αγανάκτηση της Αθήνας απέναντι στην αμερικανική πολιτική ισορροπιών.
Η μακρά διαπραγμάτευση
Ακολούθησαν έξι χρόνια έντονων ζυμώσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ίδιο το ΝΑΤΟ πίεζαν για την επιστροφή της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος, φοβούμενοι ότι η απουσία της αποδυνάμωνε τη νότια πτέρυγα της Συμμαχίας εν μέσω Ψυχρού Πολέμου. Από την άλλη, η Αθήνα ζητούσε εγγυήσεις για το Αιγαίο, καθώς υπήρχαν ανησυχίες ότι η επιστροφή θα παγίωνε τουρκικά επιχειρησιακά πλεονεκτήματα.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που είχε ήδη στραφεί προς την Προεδρία της Δημοκρατίας, και ο διάδοχός του Γεώργιος Ράλλης, κινήθηκαν με μετρημένη αποφασιστικότητα. Η Τουρκία, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, βρέθηκε σε περίοδο αστάθειας, και οι ισορροπίες φάνηκαν ευνοϊκές για την ελληνική πλευρά.
Έτσι, σαν σήμερα, στις 19 Οκτωβρίου 1980, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα την επανένταξη της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η πράξη επικυρώθηκε από τη Βουλή και χαιρετίστηκε από τις δυτικές πρωτεύουσες ως βήμα «επιστροφής στην κανονικότητα».
Ωστόσο, στο εσωτερικό, η πολιτική αντιπαράθεση φούντωσε. Το ΠΑΣΟΚ, με τον Ανδρέα Παπανδρέου στην αντιπολίτευση, κατήγγειλε την απόφαση μιλώντας για «υποταγή σε ξένα συμφέροντα». Από τα συνθήματα της εποχής ξεχώρισε εκείνο που θα γινόταν πολιτικό σήμα κατατεθέν: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο». Το ΚΚΕ, με τη σειρά του, κατήγγειλε ότι η επιστροφή έγινε χωρίς όρους, ενώ ακόμη και στον φιλελεύθερο χώρο υπήρξαν φωνές που αμφέβαλαν αν η επανένταξη προστάτευε επαρκώς τα ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο.
Η στρατηγική σημασία
Πέρα από τις αντιπαραθέσεις, η επανένταξη της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ είχε καθοριστική σημασία για τη διεθνή θέση της χώρας. Η Ελλάδα ανέκτησε πλήρη πρόσβαση στους μηχανισμούς άμυνας και πληροφοριών της Συμμαχίας, ενισχύοντας τη γεωπολιτική της βαρύτητα στον Νότο της Ευρώπης. Σε μια εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν σε αναζωπύρωση και η Σοβιετική Ένωση διεύρυνε την επιρροή της στη Μεσόγειο, η Αθήνα έστελνε μήνυμα σταθερότητας και δυτικού προσανατολισμού.
Σήμερα, 45 χρόνια μετά, η απόφαση του 1980 εξακολουθεί να διχάζει ιστορικούς και πολιτικούς αναλυτές. Για άλλους, ήταν πράξη ρεαλισμού που επανέφερε τη χώρα στον πυρήνα των δυτικών θεσμών· για άλλους, μια βεβιασμένη επιστροφή που δεν εξασφάλισε τις ελληνικές «κόκκινες γραμμές» στο Αιγαίο.
Όπως κι αν το δει κανείς, η 19η Οκτωβρίου 1980 αποτελεί σταθμό: τη μέρα που η Ελλάδα επανέγραψε τη γεωπολιτική της ταυτότητα, επιλέγοντας να πορευθεί μέσα στις αντιφάσεις, τις πιέσεις και τις συμμαχίες της Δύσης. Ένα από τα σημαντικότερα «σαν σήμερα» της μεταπολίτευσης, εκεί όπου η ιστορία της μικρής χώρας στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης καθόρισε, για άλλη μια φορά, το μέλλον της.