Σαν σήμερα, λίγο πριν χαράξει η 28η Οκτωβρίου του 1940, η Αθήνα κοιμόταν βαριά, μ’ εκείνη τη σιωπή που προηγείται της θύελλας. Στην Κηφισιά, ο Ιωάννης Μεταξάς δέχεται στο σπίτι του τον Ιταλό πρέσβη, Εμμανουέλε Γκράτσι. Ο πρέσβης, ευγενικός αλλά ψυχρός, του παραδίδει ένα χαρτί: το τελεσίγραφο της φασιστικής Ιταλίας. Ο Μουσολίνι απαιτεί να περάσουν τα ιταλικά στρατεύματα από την Ελλάδα, να καταλάβουν «στρατηγικά σημεία», με άλλα λόγια, να γίνει η χώρα προτεκτοράτο του Άξονα.

Ο Μεταξάς διαβάζει σιωπηλός. Ξέρει τι σημαίνει αυτό το χαρτί: τα βουνά της Ηπείρου, τα χωριά της Πίνδου, τα παιδιά που θα φύγουν για το μέτωπο. Σηκώνει τα μάτια του και, με μια φράση που έμελλε να μείνει αιώνια, απαντά στα γαλλικά: «Alors, c’est la guerre» - «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Δεν είπε ακριβώς «Όχι». Το «Όχι» το είπε ο λαός, λίγες ώρες αργότερα, με μια φωνή που αντήχησε σε κάθε δρόμο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε σπίτι.

Στις 5:30 το πρωί, τα ιταλικά στρατεύματα περνούν τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το πρώτο φως της μέρας βρίσκει τους Έλληνες ήδη όρθιους. Μαθητές, φοιτητές, αγρότες, γυναίκες με μαντίλες, όλοι ξεχύνονται στους δρόμους φωνάζοντας «Αέρα!». Οι εφημερίδες κυκλοφορούν με τίτλους που τρέμουν από ενθουσιασμό· το ραδιόφωνο μεταδίδει τα πρώτα πολεμικά ανακοινωθέντα· τα σπίτια ντύνονται με σημαίες.

Κανείς δεν ήξερε τότε ότι άνοιγε η πιο ένδοξη, αλλά και η πιο αιματηρή σελίδα του ελληνικού 20ού αιώνα. Οι στρατιώτες πολεμούν μέσα στα χιόνια της Πίνδου, με κουβέρτες αντί για στολές και τραγούδια αντί για πολυβόλα. Οι γυναίκες της Ηπείρου κουβαλούν πυρομαχικά στα βουνά, μαγειρεύουν, γνέθουν, προσεύχονται. Οι Ιταλοί δεν περίμεναν τέτοια αντίσταση. Σε λίγες εβδομάδες, ο ελληνικός στρατός τους απωθεί πίσω στην Αλβανία. Μικρός λαός, μεγάλη ψυχή.

Αλλά η δόξα έχει πάντα και τίμημα. Τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί εισβάλλουν από τον βορρά και η Ελλάδα περνά στα μαύρα χρόνια της κατοχής, της πείνας, των εκτελέσεων, της αντίστασης. Όμως εκείνη η μέρα, η 28η Οκτωβρίου, έμεινε σαν φλόγα μέσα στη νύχτα: η στιγμή που ένα έθνος είπε όχι στον φόβο και ναι στην ελευθερία.

Το «Όχι» του 1940 δεν ήταν μια λέξη. Ήταν μια στάση. Μια αυθόρμητη σύμπνοια ανάμεσα σε κυβέρνηση και λαό, κάτι σπάνιο στην ελληνική ιστορία. Ήταν η απόδειξη πως, όταν η μοίρα το απαιτεί, οι Έλληνες θυμούνται ποιοι είναι. Και αν η ιστορία της Ευρώπης γράφτηκε τότε με αίμα, το ελληνικό «Όχι» υπήρξε η πρώτη σταγόνα που έσπασε τη ροή του φασισμού.

Σήμερα, οκτώ δεκαετίες μετά, δεν ακούμε πια σειρήνες στην αυγή. Μα ίσως χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ εκείνη τη φωνή μέσα μας, τη φωνή που λέει «όχι» στην υποταγή, στην αδιαφορία, στη λήθη. Γιατί το «Όχι» του ’40 δεν ειπώθηκε μόνο μια φορά, συνεχίζει να ακούγεται κάθε φορά που κάποιος υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και την αλήθεια.