Κάθε Οκτώβριο θυμόμαστε το ’40. Τις σημαίες, τα «ΟΧΙ», τα χιονισμένα βουνά. Κι όμως, όσο περνούν τα χρόνια, κάτι σπάει μέσα σ’ αυτή τη μνήμη: μένει το σύμβολο, αλλά χάνεται η ουσία. Γιατί το ’40 δεν ήταν απλώς ένα ηρωικό έπος· ήταν μια σπάνια στιγμή που το «εμείς» στάθηκε πάνω από το «εγώ».
Σήμερα, ποιοι είμαστε; Είμαστε πατριώτες ή απλώς σχολιαστές του πατριωτισμού; Γιατί το εύκολο είναι να τον επικαλείσαι. Το δύσκολο είναι να τον ζεις, χωρίς σημαίες στα προφίλ, χωρίς φωνές στα πάνελ, χωρίς την ψευδαίσθηση ότι η αγάπη για την πατρίδα αποδεικνύεται με συνθήματα.
Ο πατριώτης δεν είναι αυτός που δεν διαφωνεί· είναι αυτός που διαφωνεί με ευθύνη. Δεν πετροβολεί το κράτος του για να νιώσει ελεύθερος, ούτε το λιβανίζει για να νιώσει ασφαλής. Ξέρει ότι το να αγαπάς την πατρίδα σημαίνει να νοιάζεσαι γι’ αυτήν, ακόμη κι όταν σε πληγώνει. Να απαιτείς, να διορθώνεις, να συμμετέχεις.
Το ’40 δεν μας καλεί να αναπολήσουμε, αλλά να συγκριθούμε. Τότε οι άνθρωποι δεν ήταν λιγότερο κουρασμένοι, ούτε περισσότερο τέλειοι. Ήταν όμως πιο ενωμένοι. Κι αν κάτι λείπει σήμερα, δεν είναι το θάρρος, είναι η εμπιστοσύνη μεταξύ μας.
Ο πατριωτισμός του 21ου αιώνα δεν θα μετρηθεί στα λόγια, αλλά στην ψυχραιμία, στη συνέπεια, στην ευθύνη. Όχι στο ποιος φωνάζει πιο δυνατά, αλλά στο ποιος στέκεται πιο σταθερά. Γιατί στο τέλος, η πατρίδα δεν είναι ιδέα, είναι καθρέφτης. Και σ’ αυτόν, βλέπουμε πάντα τον εαυτό μας.
