Σαν σήμερα, έφυγε από τη ζωή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μια μορφή που σφράγισε την πολιτική ζωή της μεταπολίτευσης με τη νηφαλιότητα, τη διορατικότητα και, πάνω απ’ όλα, τη γενναιότητα της ειλικρίνειας.
Ένας πολιτικός που είχε το θάρρος να λέει αυτά που οι άλλοι φοβόντουσαν να σκεφτούν, ακόμα κι αν ήξερε ότι θα πληρώσει βαρύ πολιτικό κόστος. Από εκείνους που η Ιστορία δεν τους χαρίστηκε• χρειάστηκε να περάσουν χρόνια, δεκαετίες ίσως, για να αναγνωριστεί ότι πολλά απ’ όσα είπε και προειδοποίησε δεν ήταν ούτε κινδυνολογία, ούτε «νεοφιλελεύθερη σκληρότητα», αλλά η απλή, άβολη αλήθεια.
Η κορυφαία στιγμή αυτής της διορατικότητας καταγράφηκε στη Βουλή το 1994, όταν ο πρώην πρωθυπουργός, από τα έδρανα της αντιπολίτευσης πλέον, προειδοποιούσε πως αν η Ελλάδα συνεχίσει στον δρόμο της σπατάλης και της δημαγωγίας, θα οδηγηθεί – σχεδόν μοιραία – στην ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τότε, οι περισσότεροι τον λοιδορούσαν. Του κόλλησαν την ταμπέλα του «κινδυνολόγου» και τον έθεσαν στο περιθώριο του δημόσιου λόγου. Αλλά το 2010, όταν η χώρα κατέρρευσε και προσέφυγε ακριβώς εκεί που είχε προειδοποιήσει, η προφητεία του Μητσοτάκη ήρθε σαν πικρή επιβεβαίωση.
Όμως, η ιστορική ειρωνεία και ταυτόχρονα η βαθιά σημειολογία δεν σταματούν εκεί. Ο ίδιος αφιέρωσε μεγάλο μέρος της πολιτικής του διαδρομής στην προσπάθεια να αναχαιτίσει τον λαϊκισμό – έναν λαϊκισμό που μεταπολιτευτικά αναπτύχθηκε, ριζώθηκε, και στο τέλος κυριάρχησε, κατακτώντας θεσμούς και συνειδήσεις. Ο Μητσοτάκης τον αντιμάχεται με επιχειρήματα, με αριθμούς, με πολιτικό πολιτισμό. Δεν τον νίκησε. Δεν πρόλαβε.
Αλλά ήρθε η στιγμή – και είναι ιστορικά σχεδόν ποιητική – που τον λαϊκισμό τον νίκησε ο γιος του. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με καθαρή λαϊκή εντολή, κατάφερε να ανατρέψει τη δημαγωγική κυριαρχία της δεκαετίας των Μνημονίων, να αποκαταστήσει τη θεσμική σοβαρότητα και να ξαναφέρει την Ελλάδα στον πυρήνα της Ευρώπης. Ήταν η πολιτική δικαίωση μιας οικογένειας που σήκωσε το βάρος της εθνικής ευθύνης όταν οι υπόλοιποι χάιδευαν αυτιά. Ήταν η νίκη του ορθολογισμού, που ξεκίνησε με έναν «αντιπαθητικό» στην εποχή του πατέρα και βρήκε τελικά έδαφος να ριζώσει στον γιο.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν ήταν απλώς πολιτικός. Ήταν άνθρωπος του μέτρου, της απλότητας και του στοχασμού. Πίστευε στη δύναμη της αλήθειας και στην αξία των θεσμών. Μιλούσε λίγο, αλλά όταν μιλούσε, η φωνή του ακουγόταν στο μέλλον. Η Ελλάδα σήμερα δεν του χρωστά τιμές μόνο επειδή υπήρξε πρωθυπουργός, υπουργός ή ιστορικός παράγοντας. Του χρωστά επειδή υπήρξε ένας από τους λίγους που, μπροστά στον πειρασμό του εύκολου χειροκροτήματος, επέλεξαν τη μοναξιά της ευθύνης.
Η Ιστορία, όσο κι αν αργεί, τελικά αποδίδει. Και σήμερα, σ’ αυτή τη στροφή της μνήμης, η φιγούρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Ίσως γιατί σε κάθε εθνική κρίση, αυτό που λείπει δεν είναι τόσο οι ήρωες, όσο οι ενήλικες στο δωμάτιο. Και εκείνος ήταν πάντα ένας από αυτούς.