Σαν σήμερα, 14 Οκτωβρίου 2004, έφυγε από τη ζωή ο Βλάσσης Μπονάτσος, ξαφνικά, άδοξα και με εκείνη την ειρωνεία της μοίρας που επιφυλάσσεται στους αληθινά ανήσυχους. Ήταν μόλις 54 ετών, αλλά είχε ζήσει σαν για δέκα ζωές. Μουσικός, ηθοποιός, παρουσιαστής, πειραχτήρι, ροκάς και παιδί μέχρι τέλους. Ένας τύπος που δεν έμοιαζε με κανέναν και δεν προσπάθησε ποτέ να το κάνει.
Γεννημένος το 1949 στην Αθήνα, με ρίζες από το Ξυλόκαστρο, ο Βλάσσης είχε από μικρός εκείνη τη σπίθα που δεν χωράει σε τάξη. Στα ’70s θα γίνει ένα από τα πρόσωπα της εποχής μέσα από το συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, όνομα που έβγαινε από τις πρώτες συλλαβές των μελών του και έμεινε στην ιστορία με τραγούδια όπως το «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε». Ήταν η εποχή που η Ελλάδα μάθαινε τι σημαίνει ροκ, κι εκείνος το ζούσε με τα μαλλιά, τη φωνή και τη στάση του σώματος.
Η μουσική δεν του έφτανε. Πέρασε στο θέατρο, εκεί όπου βρήκε το άλλο του πάθος: τη σκηνή. Παίζει δίπλα σε σπουδαίους, αλλά η συνεργασία που θα μείνει αξέχαστη είναι με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο μιούζικαλ Εβίτα. Εκεί, στον ρόλο του Τσε Γκεβάρα, συναντά τη γυναίκα που θα σημαδέψει τη ζωή του και όχι μόνο επαγγελματικά. Η σχέση τους, γεμάτη έρωτα και συγκρούσεις, έγινε μέρος της λαϊκής μυθολογίας μιας Ελλάδας που ακόμη αγαπούσε τους σταρ της.
Κι ύστερα ήρθε η τηλεόραση. Οι Απαράδεκτοι δεν ήταν απλώς μια σειρά. Ήταν μια εποχή. Ο Βλάσσης με τη χαρακτηριστική φωνή και το ανατρεπτικό του χιούμορ έφερε κάτι που δεν υπήρχε πριν: τον αντιήρωα που αγαπάς γιατί δεν προσπαθεί να γίνει κάτι άλλο. «Ρε συ Μήτσο!», φώναζε, κι ένα ολόκληρο κοινό ένιωθε πως μιλά ένας από εμάς, απλώς με περισσότερη τρέλα και μαλλιά.
Στις εκπομπές του ήταν ο ίδιος: αυθόρμητος, ακατάστατος, αστείος και βαθιά ευφυής. Δεν ανεχόταν το στημένο. Γι’ αυτό και οι φάρσες του, οι φωνές του, οι μικρές στιγμές απρόβλεπτου ήταν τόσο αληθινές. Εκείνη την αυθεντικότητα κουβαλούσε κι εκτός κάμερας, στην οικογένειά του με τη Μάρθα Κουτουμάνου και τη μικρή Ζένια, την κόρη που υπεραγαπούσε.
Το πρωί της 14ης Οκτωβρίου 2004, στο σπίτι του, ο Μπονάτσος ένιωσε δυσφορία. Λίγα λεπτά μετά, είχε φύγει. Η ιατρική εξήγηση μίλησε για οξεία αποφρακτική λαρυγγίτιδα, μια σπάνια αλλεργική αντίδραση που δεν του άφησε περιθώρια. Οι φίλοι του μίλησαν για έναν άνθρωπο που ζούσε πάντα στα κόκκινα· ίσως, έλεγαν, και να έφυγε έτσι όπως ήθελε απότομα, χωρίς πρόβα.
Η είδηση πάγωσε τη χώρα. Όχι μόνο γιατί πέθανε ένας διάσημος, αλλά γιατί χάθηκε ένας από εκείνους που μας έκαναν να γελάμε αληθινά. Ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν από τους τελευταίους που δεν χωρούσαν στα κουτάκια. Ήταν ροκ αλλά και τρυφερός, λαϊκός αλλά και σκεπτόμενος, γελαστός και ευάλωτος. Ένας αιώνιος έφηβος με ψυχή παιδιού.
Είκοσι και πλέον χρόνια μετά, το γέλιο του εξακολουθεί να γεμίζει βράδια με επαναλήψεις και τραγούδια που παίζουν στα ραδιόφωνα. Οι ατάκες του στους «Απαράδεκτους» κυκλοφορούν ακόμα στα social, κι η κόρη του Ζένια μιλά για εκείνον με την ίδια αγάπη και περηφάνια.
Γιατί μερικοί άνθρωποι δεν πεθαίνουν ποτέ στ’ αλήθεια...μένουν να σου θυμίζουν πως η ζωή, όσο κι αν τη φοβάσαι, θέλει λίγο θράσος, μια κιθάρα, κι ένα γέλιο που να ακούγεται από μακριά.
