Σαν σήμερα, στις 9 Δεκεμβρίου 1946, ανοίγει στη Νυρεμβέργη μια αίθουσα δικαστηρίου που έμελλε να αλλάξει οριστικά τον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπότητα αντιλαμβάνεται την ιατρική ηθική. Ήταν η αρχή της περίφημης «Δίκης των Γιατρών», μιας διαδικασίας που δεν στόχευε μόνο στην απόδοση δικαιοσύνης αλλά και στην αποκάλυψη μιας αλήθειας τόσο φρικτής, ώστε για χρόνια μετά να στοιχειώνει όσους την άκουσαν να ξεδιπλώνεται.
Η εικόνα έξω από το δικαστήριο εκείνο το κρύο πρωινό ήταν τελείως συνηθισμένη. Δημοσιογράφοι κατέγραφαν κάθε κίνηση, στρατιώτες κρατούσαν τη σειρά, και μέσα, σε μια σειρά από έδρανα, κάθονταν άνθρωποι που κάποτε αποκαλούνταν «επιστήμονες». Είκοσι γιατροί και τρεις υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των SS. Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ανάμεσα σε λευκές μπλούζες και εργαστήρια, μα είχαν μετατρέψει την ιατρική σε μηχανισμό φρίκης.
Οι κατηγορίες ήταν βαριές: εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δολοφονίες, βασανιστήρια και πειράματα που δεν άφηναν κανένα περιθώριο για παρερμηνεία. Ο κόσμος άρχισε να μαθαίνει σιγά σιγά τι πραγματικά συνέβη πίσω από τις πόρτες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πειράματα σε παγωμένα νερά, τεχνητή μόλυνση με θανατηφόρες ασθένειες, ακρωτηριασμοί χωρίς αναισθησία, φαρμακευτικές δοκιμές που οδηγούσαν μόνο σε αγωνία και θάνατο. Κι όλα αυτά, με το πρόσχημα της «επιστημονικής προόδου».
Στο επίκεντρο της δίκης βρέθηκε επίσης το πρόγραμμα «Aktion T4», η λεγόμενη «ευθανασία» που διέταξε το καθεστώς για ανθρώπους με αναπηρίες, ψυχικές ασθένειες και μικρά παιδιά. Ήταν μια από τις πιο σιωπηλές αλλά και πιο μαύρες σελίδες του ναζισμού, οπού χιλιάδες ζωές θεωρήθηκαν «ανάξιες» και θυσιάστηκαν στο όνομα μιας διεστραμμένης ιδεολογίας περί καθαρότητας.
Οι 139 συνεδριάσεις της δίκης κράτησαν μέχρι το καλοκαίρι του 1947. Μέρα με τη μέρα, οι καταθέσεις αποκάλυπταν ένα σύστημα απόλυτης απανθρωπιάς, όπου η επιστήμη είχε ασκηθεί με μοναδικό σκοπό τον πόνο. Μαρτυρίες επιζώντων, έγγραφα, φωτογραφίες και μαρτυρίες γιατρών που μέχρι τελευταία στιγμή προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, γέμισαν τα πρακτικά.
Η τελική ετυμηγορία ήρθε στις 20 Αυγούστου 1947: επτά θανατικές καταδίκες, πέντε ισόβια, αρκετές πολυετείς ποινές και επτά αθωώσεις. Ήταν το τέλος μιας δίκης, αλλά όχι το τέλος της συζήτησης. Από αυτή γεννήθηκε και ο Κώδικας της Νυρεμβέργης, ένα θεμέλιο της σύγχρονης βιοηθικής. Για πρώτη φορά, η έννοια της «συναίνεσης» στον άνθρωπο που συμμετέχει σε πειράματα απέκτησε νομική και ηθική υπόσταση. Η προστασία της αξιοπρέπειας έγινε κανόνας και όχι επιλογή.
Πλέον, κάθε φορά που θυμόμαστε τη δίκη αυτή, δεν θα πρέπει να αναλογιζόμαστε μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Αυτές τις λεπτές γραμμές που χωρίζουν την πρόοδο από την κατάχρηση ισχύος και την ανάγκη να μην ξεχνάμε ποτέ ότι η επιστήμη, χωρίς ηθική, μπορεί να γίνει το πιο επικίνδυνο εργαλείο στα χέρια του ανθρώπου.