Σαν σήμερα, 10 Ιουνίου 1944, η Ελλάδα έκλαψε και μαζί της όλη η ανθρωπότητα – όσοι είχαν καρδιά για να νιώσουν και ντροπή για να θυμούνται.

Ήταν μεσημέρι όταν οι Γερμανοί του 2ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος Καταδρομών των SS εισέβαλαν στο Δίστομο, ένα ήσυχο χωριό στους πρόποδες του Ελικώνα. Οι Γερμανοί δεν είχαν πάει ως στρατιώτες, αλλά ως σφαγείς.

Σε λίγες μόνο ώρες, τίποτα δεν έμεινε όρθιο, ούτε τοίχος, ούτε άνθρωπος, ούτε Θεός. Τετρακόσιοι άνθρωποι βρήκαν φρικτό θάνατο. Ξεκοίλιαζαν με ξιφολόγχες τις γυναίκες, πυροβολούσαν εν ψυχρώ τους γέροντες, έκαιγαν και αποκεφάλιζαν ζωντανά τα παιδιά, δεν λυπήθηκαν ούτε τα βρέφη στην αγκαλιά της μάνας τους.

Η διαταγή είχε έρθει ως «αντίποινα», διότι λίγες ώρες νωρίτερα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν επιτεθεί σε γερμανική φάλαγγα κοντά στην περιοχή. Η τιμωρία, απάνθρωπη και τυφλή με υπεύθυνο τον Χανς Τσάμπελ
, διοικητή των SS (ο οποίος μετά τον πόλεμο δικάστηκε... και αθωώθηκε, έζησε ήσυχα και πέθανε από βαθιά γεράματα). Το Δίστομο όμως δεν πέθανε ποτέ, συνέχισε να θάβει τα παιδιά του, ένα-ένα, κάθε χρόνο, κάθε 10 του Ιούνη.

Ανάμεσα στις επιζήσασες, και η Μαρία Παντίσκα, μόλις 19 ετών τότε, εκείνη την ημέρα βρισκόταν με άλλες κοπέλες στα χωράφια – και γλίτωσε. Όταν επέστρεψε, βρήκε τη μάνα της, την Παγώνα Παντίσκα, και δέκα ακόμη συγγενείς της σφαγιασμένους. Τέσσερις μήνες αργότερα, ο φωτορεπόρτερ του περιοδικού LIFE, Ντμίτρι Κέσελ, την απαθανάτισε να πλένει τα μαύρα της ρούχα στη σκάφη, με τη μαύρη μαντίλα στο κεφάλι και το βλέμμα της καρφωμένο στο κενό. Η λεζάντα έγραφε: «Maria Padiska still weeps, four months after the Germans killed her mother».

Η Μαρία έγινε σύμβολο, όχι της λύπης αλλά της Αντίστασης και του πένθους που δεν λυγίζει, αλλά θυμάται.

Μα το Δίστομο δεν ήταν μόνο του. Δύο χρόνια πριν, την ίδια ακριβώς μέρα –10 Ιουνίου 1942– στο μικρό χωριό Λίντιτσε, λίγο έξω από την Πράγα, οι ναζί έσβησαν έναν ολόκληρο οικισμό από προσώπου γης.

Το Λίντιτσε ήταν τα «αντίποινα» για τη δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ – του «δήμιου της Πράγας» και αρχιτέκτονα της Τελικής Λύσης.

Εκεί οι Γερμανοί εκτέλεσαν 173 άντρες μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους. Οι γυναίκες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα παιδιά, σχεδόν όλα, είτε στάλθηκαν σε στρατόπεδα είτε δολοφονήθηκαν με αέρια ή χρησιμοποιήθηκαν σε ιατρικά πειράματα. Το χωριό ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά, οι ναζί δεν άφησαν τίποτε όρθιο, ούτε το νεκροταφείο.

Στο τέλος η γερμανική προπαγάνδα ανακοίνωσε με υπερηφάνεια: «Λίντιτσε δεν υπάρχει πια».


Το Δίστομο και το Λίντιτσε ήταν δύο κουκίδες στον χάρτη της Ευρώπης, που η Ιστορία τις σταύρωσε την ίδια μέρα, με το ίδιο χέρι... των Ναζί. Έδειξαν την απόλυτη βαρβαρότητα, όχι για να νικήσουν αλλά για να τρομοκρατήσουν, όχι για να πολεμήσουν, αλλά για να εξαλείψουν.

Κι όμως, οι περισσότεροι υπαίτιοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ. Κάποιοι έγιναν επιχειρηματίες, άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οικογενειάρχες σε σπίτια γεμάτα φωτογραφίες και διακρίσεις. Μόνο που στις φωτογραφίες τους δεν υπήρχε ούτε ένα βλέμμα από το Δίστομο, ούτε ένα ουρλιαχτό από το Λίντιτσε.

Σαν σήμερα, η Ιστορία δεν ξεχνά, όταν έχει φωνή, θυμίζει, όταν έχει λαό ξέρει και λέει «ποτέ ξανά».