Ήταν 13 Ιουνίου του 1987 όταν η ελληνική μόδα έχασε τη λάμψη της – και μια ολόκληρη γενιά έμαθε τι σημαίνει να καίγεσαι από το φως σου. Ο Μπίλι Μπο –ή αλλιώς Βασίλης Κουρκουμέλης– από τον Πειραιά άφηνε την τελευταία του πνοή στον «Ευαγγελισμό», στα 33 του χρόνια, χτυπημένος από το AIDS. Ήταν ο πρώτος διάσημος Έλληνας που «το είπε» ανοιχτά και για εκείνη την Ελλάδα αυτή η παραδοχή ήταν πιο τολμηρή κι από τις δημιουργίες του.

Ο Μπίλι Μπο δεν έραβε ρούχα – έραβε ταυτότητες. Ήταν το παιδί που ξεκίνησε από το Κολωνάκι και έφτασε να έχει boutique στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Η δουλειά του μιλούσε τη γλώσσα των ’80s: ώμοι που όρθωναν ανάστημα, μεταλλικά υφάσματα που χόρευαν κάτω από τα φώτα και σιλουέτες που έμοιαζαν έτοιμες να μπουν σε videoclip της Donna Summer.

Τα ονόματα που έντυσε –από τη Ζωζώ Σαπουντζάκη μέχρι τη Ροζάνα και μετέπειτα τη νεαρή Τζένη Μπαλατσινού– δεν ήταν τυχαία. Ήταν γυναίκες που ήξεραν τι σημαίνει να σε κοιτούν προτού μιλήσεις, και ο Μπίλι ήξερε να τις ντύνει για να μη χρειάζεται να πουν τίποτα. Οι δημιουργίες του φιλοξενήθηκαν σε σελίδες του «Vogue», του «Women’s Wear Daily», σε βιτρίνες του Παρισιού, της Θεσσαλονίκης, της Μυκόνου και ολόκληρου του κόσμου.

Κι όμως, πίσω από τις παγέτες υπήρχε ένας άνθρωπος που πάλευε, το 1986, ενώ το όνομά του βρισκόταν στην κορυφή, η υγεία του επιδεινωνόταν σιωπηλά. Παρ’ όλα αυτά, λίγο πριν από το τέλος, στάθηκε μπροστά σε κάμερες και δημοσιογράφους και μίλησε για την ασθένειά του. Όχι με θρήνο, αλλά με αξιοπρέπεια και με γενναιότητα, σαν να ήθελε να αφήσει κάτι πιο βαρύ από μια κολεξιόν: ένα παράδειγμα.

Ο θάνατός του, στις 13 Ιουνίου του ’87, προκάλεσε αμηχανία και τα ΜΜΕ απέφυγαν να κατονομάσουν το AIDS. Η ελληνική κοινωνία δεν ήξερε ακόμη πώς να διαχειριστεί αυτήν τη λέξη. Μιλούσαν για μια «ανίατη ασθένεια», για έναν «πρόωρο χαμό», για μια «απώλεια στον χώρο της μόδας». Δεν μιλούσαν όμως για το βάρος που κουβαλούσε ένας άνθρωπος νέος και παρ’ όλα αυτά βγήκε μπροστά με το κεφάλι ψηλά – όταν όλοι το κρατούσαν σκυφτό.

Ο φίλος του, Ντίμης Κρίτας, στάθηκε στο πλευρό του μέχρι τέλους. Ο Βασίλης Ζούλιας θα πει χρόνια αργότερα: «Ήταν ο πρώτος μας διεθνής. Και έφυγε όταν μόλις είχαμε αρχίσει να τον καταλαβαίνουμε». Η Τζένη Μπαλατσινού θυμάται ότι «η απουσία του ήταν σαν να σβήνει ένα φως στα παρασκήνια – και να μην ανάβει ξανά».

Σήμερα, δεν κυκλοφορούν ρούχα του στους δρόμους, δεν υπάρχουν μπουτίκ με το όνομά του. Αλλά το ίχνος του παραμένει: σε κάθε Έλληνα που τόλμησε να σκεφτεί παγκόσμια, σε κάθε παιδί που ονειρεύτηκε χωρίς ντροπή και σε κάθε στιγμή που η μόδα δεν ήταν απλώς εμπορική – αλλά προσωπική υπόθεση.

Ο Μπίλι Μπο δεν «έφυγε», απλώς έσβησε σαν πυροτέχνημα: σύντομα, εκκωφαντικά και για πάντα εντυπωμένο στον ουρανό.