Σαν σήμερα, στις 15 Ιουνίου 1994, η Ελλάδα έμεινε χωρίς τον Μάνο Χατζιδάκι. Δεν ήταν απλώς μια είδηση θανάτου – ήταν μια είδηση σιωπής. Ένας ήχος που επί δεκαετίες έντυνε τις λέξεις, τα βλέμματα, τις πόλεις και τις σιωπές μας, σταμάτησε. Η καρδιά του, ταλαιπωρημένη από προβλήματα υγείας και χρόνια καρδιοπάθεια, έπαψε να χτυπά στο Γενικό Κρατικό Αθηνών. Ήταν 68 ετών.
Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν απλώς συνθέτης, ήταν αυτό που συμβαίνει όταν η μουσική αρνείται να είναι διακόσμηση. Όταν γίνεται μαχαιριά, χάδι, εξομολόγηση και πνευματική θέση. Είχε ήδη αλλάξει τον τρόπο που ακούμε από τα μέσα της δεκαετίας του ’40, με τη Ρεμπέτικη Σουίτα (1949) – ένα έργο ρηξικέλευθο, που προσπάθησε να αναδείξει τον εσωτερικό πυρήνα του ρεμπέτικου, σε μια εποχή που η λέξη ήταν ακόμα «απαγορευμένη».
Το 1960 τιμήθηκε με το Όσκαρ Πρωτότυπου Τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (Never on Sunday) του Ζιλ Ντασέν. Ένα τραγούδι που ο ίδιος ποτέ δεν συμπάθησε ιδιαίτερα. «Ήταν κάτι σαν τουριστική διαφήμιση», έλεγε, μη διστάζοντας να αποδομήσει ακόμη και τη μεγαλύτερη επιτυχία του, όταν θεωρούσε πως δεν τον εκφράζει πια.
Αυτός ήταν ο Μάνος: δεν αγαπούσε τη μουσική «του», αλλά αγαπούσε τη μουσική σαν ιδέα.
Με τον Μεγάλο Ερωτικό (1972) –έργο-σταθμός της ελληνικής δισκογραφίας– έδειξε πως η ποίηση, το ερωτικό σώμα και η μουσική μπορούσαν να συνυπάρξουν χωρίς να γίνουν κιτς ή έμποροι. Μελοποίησε Σαπφώ, Ελύτη, Γκάτσο, Σεφέρη, Καβάφη και έγραψε και δικά του ποιήματα, γεμάτα τρυφερή πρόκληση και βαθιά πνευματικότητα.
Στις δεκαετίες ’60 και ’70 έγραψε μουσική για το θέατρο, το σινεμά, το μπαλέτο. Από τους Όρνιθες του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κουν (1959), έως την Παραμυθία (1972) και την ελληνοαμερικανική συνεργασία Reflections (1969), με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble – ένα από τα πρώτα παραδείγματα της απόπειρας να συναντηθούν η κλασική φόρμα με το ροκ.
Το 1975 ανέλαβε το Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ και το μετέτρεψε σε σταθμό πολιτισμού – όχι ελιτισμού, αλλά απαίτησης. Ίδρυσε τη δική του δισκογραφική, τη «Σείριος», την ίδια δεκαετία, για να εκδώσει ό,τι δεν χώρεσε ποτέ στην «αγορά». Στα τελευταία του χρόνια, ετοίμαζε τη Σκοτεινή Μητέρα, ένα έργο που έμεινε ημιτελές. Και μαζί του, έμεινε ημιτελής και η Ελλάδα – λίγο πιο φτωχή πνευματικά, λίγο πιο άδεια.
Σήμερα, 31 χρόνια μετά, ο θάνατός του δεν είναι μόνο μια ανάμνηση, είναι μια υπενθύμιση για το τι μπορεί να σημαίνει πολιτισμός όταν δεν εξυπηρετεί, αλλά αφυπνίζει.
Γιατί ο Χατζιδάκις δεν προσέφερε «τραγούδια», πρόσφερε ολόκληρες εποχές ευαισθησίας. Ήταν ταυτόχρονα συνθέτης, κριτικός, διανοούμενος, ποιητής, εσωστρεφής και ανατρεπτικός.
Και κυρίως ήταν από εκείνους που όταν φεύγουν, δεν αφήνουν πίσω τους «παρακαταθήκες», αλλά ερωτήματα: Τι σημαίνει να είσαι Έλληνας χωρίς γραφικότητα; Καλλιτέχνης χωρίς προσποίηση; Άνθρωπος χωρίς φθηνές παρηγοριές;
Ίσως, τελικά, το μεγαλύτερο έργο του να μην ήταν καμία συμφωνία, κανένα τραγούδι, αλλά ο τρόπος που δίδαξε ότι η Τέχνη πρέπει να είναι αλήθεια – και ότι η αλήθεια δεν είναι ποτέ ευχάριστη. Είναι όμως απαραίτητη.
