Ήταν, σαν σήμερα, ξημερώματα της 15ης Ιουνίου 1913, όταν η σιγή στα χαρακώματα του Κιλκίς και της Νιγρίτας διακόπηκε από τις βουλγαρικές ξιφολόγχες.

Οι άλλοτε «σύμμαχοι» της Ελλάδας στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Βούλγαροι, πέρασαν στην επίθεση χωρίς προειδοποίηση - όχι στους Οθωμανούς, αλλά στους Έλληνες και στους Σέρβους. Ήταν η αρχή του Β’ Βαλκανικού Πολέμου· ήταν το τέλος της εφήμερης ελπίδας για ενότητα των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής· ήταν, πάνω απ’ όλα, η απόδειξη πως οι χάρτες χαράσσονται με αίμα, όχι με συμφωνίες.

Ο σπόρος της προδοσίας

Στο τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (1912-13), η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο είχαν κατατροπώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μαζί, αλλά όχι ισότιμα, είχαν απελευθερώσει εδάφη από τη Μακεδονία μέχρι τη Θράκη. Η Βουλγαρία, με βλέμμα αδηφάγο, θεωρούσε πως της ανήκει η «μερίδα του λέοντος», ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη και η κεντρική Μακεδονία. Μόνο που η Θεσσαλονίκη είχε ήδη μπει κάτω από την ελληνική σημαία, και οι κάτοικοι την υποδέχθηκαν με ψαλμούς και λευκά μαντήλια.

Παρά τις συμφωνίες που είχαν προηγηθεί, οι Βούλγαροι αρνούνταν να αποδεχθούν την εδαφική πραγματικότητα. Οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των συνόρων ναυαγούσαν καθημερινά.

Στο μεταξύ, τα βουλγαρικά στρατεύματα δεν κρύβονταν: προκαλούσαν, παρενοχλούσαν και δημιουργούσαν τετελεσμένα. Στο Κιλκίς, στην Πέλλα, ακόμη και έξω από τη Θεσσαλονίκη, η συνύπαρξη ήταν πλέον έκρυθμη.

Η νύχτα της επίθεσης

Η επίθεση της 15ης Ιουνίου ήταν οργανωμένη, αιφνιδιαστική και καθαρά εχθρική, δεν υπήρχαν πια προσχήματα. Η Βουλγαρία δεν ζητούσε συνεννόηση· ζητούσε κατάκτηση. Χτύπησε ταυτόχρονα ελληνικές και σερβικές θέσεις, επιχειρώντας να επιβάλει στρατιωτικά τετελεσμένα. Η Ελλάδα, όμως, είχε προετοιμαστεί -τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, στο στρατηγείο του στη Θεσσαλονίκη, δεν δίστασε: διέταξε γενική αντεπίθεση. Το ίδιο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην Αθήνα, που ήδη είχε προβλέψει το αναπόφευκτο και είχε διασφαλίσει την ουδέτερη ή και φιλική στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Μέσα σε λίγες μέρες, ο Ελληνικός Στρατός είχε περάσει στην αντεπίθεση και κατευθυνόταν σταθερά προς την ανατολική Μακεδονία.

Το Κιλκίς και οι πρώτες φωτιές

Η μάχη του Κιλκίς (19-21 Ιουνίου) ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική απάντηση. Ήταν φονική και βουτηγμένη στο αίμα, μα στο τέλος, η νίκη ήταν ελληνική. Η πόλη καταλήφθηκε, και οι Βούλγαροι απωθήθηκαν προς το Στρυμόνα.

Η κατάληξη

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος κράτησε μόλις ενάμιση μήνα, μα σφράγισε τις τύχες της Βαλκανικής. Η Ελλάδα, όχι μόνο κράτησε τα εδάφη που είχε απελευθερώσει, αλλά προχώρησε ακόμη περισσότερο: Δράμα, Σέρρες, Καβάλα και όλα μπήκαν στον εθνικό κορμό.

Η προδοσία της Βουλγαρίας απομονώθηκε διπλωματικά, οι Ρουμάνοι και οι Οθωμανοί την χτύπησαν επίσης, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) επικύρωσε τη νέα πραγματικότητα και η Ελλάδα βγήκε διπλωματικά ενισχυμένη, μα και βαριά πληγωμένη -με 8.700 νεκρούς μόνο στον Β’ Βαλκανικό.

Μια ιστορία προδοσίας και επιβίωσης

Σαν σήμερα, λοιπόν, άναψε η σπίθα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Η σπίθα άναψε με βουλγαρικό χέρι, αλλά τη φωτιά την έσβησε η ελληνική αποφασιστικότητα. Το αίμα που χύθηκε εκείνο το καλοκαίρι σκλήρυνε τα σύνορα και την εθνική μνήμη. Η προδοσία της Βουλγαρίας δεν ξεχάστηκε· μα έγινε καύσιμο για ένα έθνος που τότε έμαθε πως δεν είναι μικρό, αρκεί να στέκεται όρθιο.