Σαν σήμερα, στις 19 Ιουνίου του 1951, έσβηνε απότομα ο Άγγελος Σικελιανός. Ένας ποιητής που δεν έγραψε μόνο με λέξεις, αλλά με οράματα. Ένας άνθρωπος που προσπάθησε να μετατρέψει την Ελλάδα όχι απλώς σε σκηνή τραγωδίας – αλλά σε σκηνή ανάτασης.

Ο θάνατός του ήταν τόσο ξαφνικός όσο και ποιητικός, σαν να βγήκε από αρχαίο δράμα. Κατέρρευσε από σηψαιμία, προερχόμενη από μόλυνση μετά από ένα απλό κόψιμο στο πόδι. Δεν πρόλαβε – ούτε να νοσηλευτεί σωστά, ούτε να το σκεφτεί πολύ. Ο Άγγελος έφυγε στα 67 του χρόνια, στο σπίτι του στη λεωφόρο Στρατηγού Καλλάρη στην Αθήνα, φτωχός, σχεδόν ξεχασμένος από την πολιτεία, αλλά ακριβώς όπως είχε ζήσει: με μια λάμψη που δεν ζητούσε επιβεβαίωση.

Πίσω του, άφησε μια Ελλάδα που δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τον καταλάβει. Και μια ποίηση που την ξεπερνούσε.

Ο ποιητής που ήθελε να σώσει τον κόσμο με έναν Δελφικό ύμνο

Ο Σικελιανός δεν ήταν ένας ακόμη «λογοτέχνης». Ήταν ένας ιεροφάντης, όπως τον έλεγαν φίλοι και εχθροί. Μαζί με την Εύα Πάλμερ, την Αμερικανίδα σύντροφό του και αφοσιωμένη ιέρεια του οράματός του, έστησαν στις αρχές του 20ού αιώνα τις περίφημες Δελφικές Εορτές – ένα φιλόδοξο, σχεδόν μυθικό εγχείρημα που στόχευε να αναστήσει το αρχαίο πνεύμα μέσα από θέατρο, μουσική και ποίηση.

Οι Δελφοί, έλεγε, δεν είναι παρελθόν – είναι το κέντρο του μέλλοντος. Ήθελε να γίνει η Ελλάδα μια «ζωντανή θρησκεία» του πνεύματος και της ενότητας των λαών. Έτσι φανταζόταν το έθνος – όχι σαν σύνορα, αλλά σαν προσευχή.

Αλλά το κράτος τον είδε ως γραφικό. Το κοινό δεν άντεχε το βάρος της προφητείας του. Και οι οραματισμοί έμειναν στα χαρτιά και στους λίγους που κατάλαβαν τι πήγε να κάνει.

Ο Άγγελος της αντίστασης

Ο Σικελιανός δεν περιορίστηκε ποτέ στους στίχους. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ήταν από τους πρώτους που ύψωσαν το ανάστημά τους. Τον Μάιο του 1941, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, έγραψε τον ιστορικό Επιτάφιο στον Κωστή Παλαμά, που απαγγέλθηκε στην κηδεία του Παλαμά μπροστά σε χιλιάδες κόσμου. Ο Σικελιανός είπε τα λόγια που έγιναν σύνθημα της Αντίστασης:

«Ηχήστε οι σάλπιγγες… καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…»

Δεν ήταν μια απλή απαγγελία. Ήταν μια έμμεση διακήρυξη εξέγερσης, η πρώτη δημόσια αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα.

Ο θάνατος ενός "εθνικού" χωρίς έθνος

Οι τελευταίες του λέξεις που θυμούνται οι οικείοι του ήταν: «Δόξα τω Θεώ» – ειπωμένο χωρίς πίκρα, σχεδόν σαν παιδική προσευχή. Τον βρήκαν και είχε ακόμα στο κομοδίνο του μια Καινή Διαθήκη ανοιχτή, κι ένα τετράδιο με στίχους που δεν πρόλαβε να τελειώσει.

Όταν πέθανε, ο Παλαμάς είχε ήδη πεθάνει, ο Καβάφης είχε φύγει αθόρυβα. Ο Σεφέρης ήταν στα σκαριά του δικού του μύθου. Αλλά ο Σικελιανός παρέμεινε μια μοναχική κορυφή. Δεν ήταν μοντέρνος, ούτε ρεαλιστής. Ήταν επικός, μυστικιστής, διονυσιακός – κάτι που δεν ταιριάζει εύκολα σε ανθολογίες και σχολικά βιβλία.

Το πιο ειρωνικό κομμάτι της ζωής του ίσως ήταν το γεγονός ότι παρ’ όλη τη φήμη και την ποιητική του επιρροή, δεν τιμήθηκε ποτέ με το Νόμπελ, παρότι είχε προταθεί επίσημα πέντε φορές. Κάποιοι λένε πως η Ελλάδα δεν πίεσε αρκετά. Άλλοι, πως ο ίδιος ήταν «πολύ μεγάλος» για να χωρέσει στα πολιτιστικά καλούπια της εποχής.

Η κηδεία – Μια τελευταία Δελφική τελετή χωρίς σκηνή

Η κηδεία του Άγγελου Σικελιανού τελέστηκε στις 21 Ιουνίου 1951, μια ημέρα που για τους φίλους του ήταν περισσότερο μυσταγωγία παρά αποχαιρετισμός. Αν και η πολιτεία δεν του είχε σταθεί όσο ζούσε, εκείνη τη μέρα σύσσωμη η πνευματική Ελλάδα ήρθε να τον συνοδεύσει. Από τον Γιώργο Θεοτοκά μέχρι τον Άγγελο Τερζάκη, αλλά και πλήθος ανώνυμων ανθρώπων που τον είχαν ακούσει, τον είχαν αγαπήσει ή απλώς ήξεραν ότι χανόταν κάτι σπάνιο.

Η τελετή ήταν απλή, σχεδόν απέριττη, όπως την ήθελε η δεύτερη σύζυγός του, Άννα Σικελιανού, αλλά στο πρόσωπο του ποιητή – καλυμμένο με ελληνική σημαία και λουλούδια από τον κήπο του – φαινόταν ακόμη μια τελευταία υπενθύμιση: δεν ήταν απλός νεκρός. Ήταν τελετάρχης ενός ονείρου που δεν πραγματοποιήθηκε.

Λέγεται πως κάποια στιγμή, κατά την πομπή προς το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, κάποιος από τους παρευρισκόμενους ψιθύρισε «χάθηκε ένας χρησμός» – και δεν ήταν υπερβολή. Για κάποιους, ο θάνατός του σήμανε το οριστικό τέλος μιας Ελλάδας που θα μπορούσε να έχει υπάρξει: ποιητική, αρχετυπική, συλλογική.

Και εκεί, στο τέλος, όταν ο ήλιος είχε πια χαμηλώσει, ακούστηκε ξανά ο Επιτάφιος του Παλαμά. Αυτή τη φορά όμως, ήταν σαν να τον έψελνε ο ίδιος ο Άγγελος για τον εαυτό του:

«Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα…»

Σαν σήμερα, ο Σικελιανός σώπασε. Αλλά δεν έφυγε ποτέ.